Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΑΑΕΞΙΟΥ ΚΟΜΝΗΝΟΥ Α’ (1081 1118)

Σύμφωνα με ιστορικούς, ο βασιλιάς του Βυζαντίου Αλέξιος Κομνηνός είχε μία πρωτότοκη κόρη, ενώ οι άλλες δύο κόρες του γεννήθηκαν μετά το θαύμα της Παναγίας, που έγινε στην πρώτη. Αυτή η κόρη, την οποία ο βασιλιάς Αλέξιος αγαπούσε πολύ, αρρώστησε με ασθένεια βαριά και ανίατη λεγόμενη ληθαργία, όπως και ο δούκας (ο Μανουήλ Βουτομίτης διοικητής της Κύπρου, απεσταλμένος του βασιλιά Αλεξίου Α’), την εποχή, κατά την οποία βρισκόταν στην Κύπρο. Χρησιμοποιήθηκαν όλες οι μέθοδοι των γιατρών, αλλά στάθηκε αδύνατο να θεραπευθεί. Κανένας από τους γιατρούς δεν μπόρεσε να της προσφέρει τη θεραπεία, και όλοι έκριναν ότι θα πέθαινε. Ο βασιλιάς με όλα αυτά πονούσε και πολλές φορές από τη λύπη του έκλαιγε, όπως ένας φιλόστοργος πατέρας.

Ο Θεός τότε οικονόμησε να βρίσκεται στο παλάτι της Κωνσταντινουπόλεως και ο Μανουήλ Βουτομίτης. Βλέποντας τον βασιλιά περίλυπο, όπως ήταν φυσικό, στενοχωριόταν και ο ίδιος. Όταν τον είδε ο βασιλιάς, τον ρώτησε: «Δεν μπορεί κανείς να με βοηθήσει, λέγοντας μου τη θεραπεία της θυγατέρας μου;» Πράγματι, ο δούκας τότε βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία και αποκρίθηκε: «Δεσπότη, βασιλιά μου, πέρασα την ίδια ασθένεια στην Κύπρο και, εάν δεν με βοηθούσε ο Κύριος με τις ευχές και τις προσευχές κάποιου μοναχού Ησαΐα, θα πέθαινα προ πολλού. Θα σου πω τον τρόπο της θεραπείας της κόρης σου, της κυρίας μας, και, αν κάνεις ό,τι σου πω, θα γίνει αμέσως καλά».
Ενώ ακόμη ο Βουτομίτης μιλούσε, ο βασιλιάς υποσχόταν να κάνει ό,τι του πεί, και τον προέτρεψε να συνεχίσει, ώστε γρήγορα να γίνει καλά η θυγατέρα του. Ο Μανουήλ θυμήθηκε την εντολή του Γέροντα μοναχού Ησαΐα. Βλέποντας τη θεία παραχώρηση, συνέχισε με θάρρος: «Βασιλιά μου, γνώριζε ότι έχω εντολή από τον Γέροντα και τον Άγιο εκείνο άνδρα να σου ανακοινώσω πως είναι θέλημα Θεού και της Θεοτόκου Παρθένου, όπως αποκάλυψαν με θεία οπτασία, να στείλεις στη νήσο Κύπρο, στο μέρος οπού ασκητεύει ο μοναχός, τη Θεομητορική Αγία εικόνα, η οποία φυλάγεται στο παλάτι. Αν δεν το κάνεις, θα τιμωρηθείς, και η κόρη σου δεν θα γίνει καλά. Όταν επέστρεψα στην Πόλη, ήρθε και εκείνος μαζί μου, για να σου ανακοινώσει τη θεία προσταγή με τη δική μου μεσιτεία. Εγώ δεν τολμούσα να πω κάτι τέτοιο στη μεγαλειότητα σου, διότι δεν θεωρούσα τον καιρό κατάλληλο. Γι’ αυτό αναχώρησε, δίδοντας μου αυστηρές εντολές να σου ανακοινώσω εγώ τα πάντα και συ πράξε όπως επιθυμείς». Αφού άκουσε αυτά ο βασιλιάς, έμεινε περίλυπος. Όμως υποσχέθηκε να εκπληρώσει την επιθυμία του γέροντα, εάν γινόταν καλά η κόρη του. Με δάκρυα στα μάτια ομολόγησε: «Θεοτόκε Παρθένε, Κυρία μου Δέσποινα, αν αυτό είναι θέλημα δικό σου, ποιος είμαι εγώ ο ευτελής, που θα εναντιωθώ στην απόφαση σου; Σε παρακαλώ με όλη μου την ψυχή να ελευθερώσεις την κόρη μου από την ανίατη και φοβερή ασθένεια και εγώ αμέσως θα στείλω τη σεπτή σου εικόνα από το παλάτι στη νήσο Κύπρο». Ενώ ο βασιλιάς προσευχόταν με αυτά τα λόγια, η νόσος άρχισε σιγά-σιγά να υποχωρεί από την άρρωστη, την πρώην αναίσθητη και σχεδόν νεκρή κόρη του, η οποία μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα θεραπεύθηκε τελείως. Όπως είναι γραμμένο, ο Θεός είναι θαυμαστός, διότι δείχνει σημεία και τέρατα με τρόπο ένδοξο.