Διαμένοντας για κάποιο χρονικό διάστημα στον Κύκκο, ο γνωστός διδάσκαλος της τότε Ελληνικής Σχολής, που λειτουργούσε στην Αρχιεπισκοπή, Εφραίμ ο Αθηναίος, το 1748 έγραφε τα εξής:
«Το πρώτο και άξιο θαυμασμού είναι το πώς υπάρχει το σεβάσμιο τούτο μοναστήρι, έχοντας τόσα απαραίτητα έξοδα και αντιμετωπίζοντας τόσες εξωτερικές επιδρομές. Ενώ βρίσκεται σε ένα τόσο δύσβατο και απαραμύθητο τόπο, πώς καλύπτει άνετα τις καθημερινές σωματικές ανάγκες; Πώς τα μουλάρια της Μονής γυρίζουν ακατάπαυστα στα τραχιά βουνά, για να κουβαλήσουν τα αναγκαία, χωρίς να βλάπτονται; Και όχι μόνο αυτό. Έρχονται τόσοι πολλοί προσκυνητές με παιδιά, πώς δεν παθαίνουν τίποτα από τη δυσκολία και τη σκληρότητα της οδοιπορίας; Εάν τύχει να συμβεί κάτι στους γκρεμούς, με τρόπο παράδοξο αυτοί οι οποίοι πέφτουν σώζονται, όπως συνέβη κάποτε σε ένα νήπιο, το οποίο γκρεμίστηκε και διαφυλάχθηκε με παράδοξο τρόπο. Αυτό το ίδιο συνέβη και στον Χρύσανθο ιερομόναχο πρωτοψάλτη, ο οποίος, όπως ο ίδιος μαρτυρεί, ενώ έπεσε σε τόπο απόκρημνο και απειλήθηκε η ζωή του, παραδόξως σώθηκε με τις πρεσβείες της Θεοτόκου. Ποιος μπορεί να αριθμήσει τα άπειρα θαύματα σε ασθενείς και δαιμονιζόμενους ή σε ανθρώπους, οι οποίοι ταξίδευαν στη θάλασσα και διέτρεξαν κίνδυνο; Μόλις επικαλεστούν τη Θεοτόκο, αμέσως γλυτώνουν. Για μαρτυρία, αρκεί να αναφέρουμε μόνο εκείνο τον ναυαγό, ο οποίος, βρισκόμενος μέσα στη θάλασσα, κάθησε σε ένα ψαθί και, περιφερόμενος εδώ και εκεί, σώθηκε από τη Θεοτόκο, μόλις επικαλέστηκε τη Χαριτόβρυτη εικόνα του Κύκκου. Σύμφωνα με την υπόσχεση του, αργότερα ήλθε εδώ και εμόνασε. Το όνομα του ήταν Γρηγόριος».
Επίκληση της Χαριτόβρυτης Εικόνας
ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΚΚΟ. ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΒΡΥΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ