Ο Χρυσόστομος, κατά κόσμον Χριστόδουλος Χαραλάμπους, γεννήθηκε στο χω¬ριό Κάτω Ζώδια, τον Αύγουστο του 1894. Εισήλθε στη Μονή Κύκκου το 1907, και το 1912-1913, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, υπηρέτησε ως εθελο¬ντής στον Ελληνικό Στρατό. Το 1914 ενεγράφη στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, απ’ όπου αποφοίτησε το 1918. Στις 24 Απριλίου 1918, μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο, χειροτονήθηκε Ιεροδιάκονος από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κύ¬ριλλο Γ’. Το 1920 διορίστηκε Έφορος της Μονής Κύκκου, αξίωμα που διατήρη¬σε μέχρι το 1922, οπότε και στάλθηκε για σπουδές Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησε το 1925. Με την επιστροφή του στην Κύπρο, το 1926, διορίστηκε και πάλι Έφορος της Μονής και Διευθυντής της Ελληνικής Σχολής Κύκκου. Την 1η Φεβρουαρίου 1931 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος από τον Αρχιεπίσκοπο Κύριλλο Γ’, ενώ αργότερα τον ίδιο χρόνο, κατά τη διάρκεια της διένεξης της Μονής, συντάχθηκε με την ομάδα που υποστήριζε τον Ηγούμενο Κλεόπα.
Στις 11 Μαρτίου 1937, μετά την παραίτηση του Ηγουμένου Κλεόπα, η Μονή Κύκκου ανακοίνωσε την εκλογή του Χρυσοστόμου στη θέση του Προέδρου του Δι¬οικητικού Συμβουλίου της μέχρι την ανάδειξη νέου Ηγουμένου. Η έκρυθμη κα¬τάσταση που ακολούθησε τα Οκτωβριανά και τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Γ’ δεν επέτρεψε τη λειτουργία της Ιεράς Συνόδου, και κατά συνέπεια την κανονική ενθρόνισή του στο αξίωμα του Ηγουμένου. Μετά την αποκατά¬σταση της ιεραρχίας της Εκκλησίας της Κύπρου, το 1947, η Αδελφότητα της Μονής ψήφισε τον Χρυσόστομο Ηγούμενο, στις 10 Ιουλίου 1947. Όμως, ο θάνα¬τος του Αρχιεπισκόπου Λεοντίου οδήγησε και πάλι σε αναβολή τη χειροτονία του, η οποία τελικά πραγματοποιήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1948 από τον νέο Αρχιε¬πίσκοπο Μακάριο Β’.
Όπως και οι προκάτοχοί του, ο Ηγούμενος Χρυσόστομος επέδειξε ιδιαίτερο εν¬διαφέρον για την εκπαίδευση, και προέβη στην ίδρυση δύο σημαντικών εκπαι¬δευτικών ιδρυμάτων: των Γυμνασίων Αρρένων και Θηλέων Κύκκου, το 1961 και 1964 αντιστοίχως, ενώ συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση της πρώτης Ιερατικής Σχολής στην Κύπρο, της Ιερατικής Σχολής «Απόστολος Βαρνάβας», το 1949, παραχωρώντας γη, ανεγείροντας τα κτήριά της και χρηματοδοτώντας τη λειτουργία της. Το 1971, επί Ηγουμενίας Χρυσοστόμου, η Μονή Κύκκου βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών, για την προσφορά της στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στην Κύπρο. Ο Ηγούμενος Χρυσόστομος έγραψε επίσης τόμο για τη Μονή Κύκκου, με τίτλο Η Ιερά Βασιλική και Σταυροπηγιακή Μονή του Κύκ¬κου (Ιερά Μονή Κύκκου, Κύπρος 1969).
Όσον αφορά τα οικονομικά και κτηματικά, ο Ηγούμενος Χρυσόστομος ακολούθησε σώφρονα και συνετή πολιτική στη διαχείριση της Μονής Κύκκου. Παρα¬λαμβάνοντας τη Μονή σε δεινή οικονομική θέση, με χρέη που είχαν συσσωρευθεί επί της ηγουμενίας του προκατόχου του, κατόρθωσε, με τη στιβαρή του διαχεί¬ριση, να εξοφλήσει τα χρέη της και να την ενισχύσει οικονομικά. Μέρος της πο¬λιτικής του στον τομέα αυτό ήταν η κατάργηση των κοπαδιών της Μονής και η εκποίηση διάσπαρτης αγροτικής περιουσίας, με ταυτόχρονη αύξηση της αστικής περιουσίας της στη Λευκωσία. Το 1969, ο τότε Επίσκοπος Κωνστάντιας και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος (1977-2006) έγραφε ότι ο Ηγούμε¬νος Χρυσόστομος «παραδόθηκε ολοθύμως» στη σωτηρία της Μονής από την οι¬κονομική κατάρρευση, «ὥστε καί σήμερον προκεχωρηκώς ἤδη τῇ ἡλικίᾳ νά διέρ¬χεται τάς ὥρας του ἄλλοτε ἐλέγχων τούς οἰκονομικούς λογαριασμούς τῆς Μονῆς μέχρι καί τῆς τελευταίας λεπτομερείας καί ἄλλοτε κάτω ἀπό τό ψῦχος τοῦ χειμῶνος ἤ καί τόν καύσωνα τοῦ θέρους ἐπιστατεύων καί οὐχί σπανίως ἐργαζόμενος αὐτοπροσώπως εἰς τήν βελτίωσιν τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς».
Σύμφωνα με την πολιτική των προκατόχων του, ο Ηγούμενος Χρυσόστομος υιο¬θέτησε μετριοπαθή στάση έναντι των κυβερνώντων, στηρίζοντας τη Βρετανία κα¬τά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και υποδεχόμενος στη Μονή διάφορους Κυ¬βερνήτες και υψηλούς αξιωματούχους. Η στάση του Χρυσοστόμου έναντι των Βρετανών κατά τη δεκαετία του 1940 ήταν γενικά μετριοπαθής, και απέφυγε την ανοικτή σύγκρουση με τις αρχές και τη δυναμική ανακίνηση του ενωτικού ζητήματος, μέσα στα πλαίσια της ευρύτερης πολιτικής της κυπριακής Δεξιάς, η οποία απέφευγε να φέρει σε δύσκολη θέση την Κυβέρνηση της Ελλάδας, που εί¬χε τη Βρετανία ως στήριγμά της κατά τον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο (1946-1949).
Το σκηνικό αυτό άλλαξε άρδην κατά την επόμενη δεκαετία, όταν ο Ηγούμενος Χρυσόστομος εντάχθηκε στο εθνικό κίνημα των Ελλήνων της Κύπρου, και συμ¬μετείχε στο Εθναρχικό Συμβούλιο, με την πολιτική του οποίου ήταν πλήρως εναρ¬μονισμένος. Έτσι, όταν το 1955 αποφασίστηκε η διεξαγωγή ένοπλου αγώνα με στόχο την Ένωση, έδωσε αμέριστη βοήθεια στον αγώνα της ΕΟΚΑ, παρέχο¬ντας κρησφύγετα και τροφοδοτώντας τους αντάρτες της. Αυτό είχε ως αποτέλε¬σμα το κλείσιμο της Μονής και την προσωρινή σύλληψη του Ηγουμένου από τους Βρετανούς, τον Ιούνιο του 1956.
Τον Φεβρουάριο του 1959, ο Ηγούμενος Χρυσόστομος συνόδευσε τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, όταν μετέβη στο Λονδίνο για να υπογράψει τις συμφωνίες Ζυ¬ρίχης-Λονδίνου, και ήταν ανάμεσα σε εκείνους που υποστήριξαν την αναγκαιό¬τητα της υπογραφής των συμφωνιών. Μετά την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Κύπρου, ο Ηγούμενος στήριξε σταθερά τον πρώτο Κύπριο Πρόεδρο, Αρχιε¬πίσκοπο Μακάριο Γ’, και συνεργάστηκε στενά μαζί του σε όλα τα πολιτικά και εθνικά ζητήματα. Ως ηγέτης της Μονής που τον ανέδειξε, ο Χρυσόστομος απο¬τέλεσε βασικό στήριγμα του Μακαρίου κατά το Εκκλησιαστικό Πραξικόπημα που επιχειρήθηκε εναντίον του από τους Μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου και Κυ¬ρηνείας το 1973. Κατά το Πραξικόπημα που οργάνωσε η Ελληνική Χούντα και οι τοπικοί εκπρόσωποί της, τον Ιούλιο του 1974, το Μετόχιο του Αγίου Προκο¬πίου, προπύργιο νομιμοφροσύνης προς την εκλελεγμένη Κυβέρνηση του Αρχιε¬πισκόπου Μακαρίου, αποτέλεσε έναν από τους κύριους στόχους των πραξικο¬πηματιών.
Ο Ηγούμενος Χρυσόστομος απεβίωσε σε ηλικία 86 ετών, στο Μετόχιο του Αγίου Προκοπίου, στις 11 Ιουνίου 1979. Η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο Μετόχιο, πριν από την ταφή του, που έγινε στις 13 Ιουνίου 1979, από τον Αρχιε¬πίσκοπο Κύπρου Χρυσόστομο Α’.