23. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΣΚΕΥΟΦΥΛΑΞ (1737-1743)

Σε σύντομο άρθρο του 1926, ο Λ. Φιλίππου, παραπέμποντας στη σελίδα 25 του σήμερα λανθάνοντα κώδικα της Μονής Κύκκου, γράφει ότι μετά τον θάνατο του Ηγουμένου Σωφρονίου, το 1737, τη διαχείριση της Μονής ανέλαβε «ο πνευματικός και σκευοφύλαξ Χριστόδημος μέχρι της ιε’ Απριλίου 1743 ότε παρητήθη». Είναι βέβαιο ότι η αναφορά σε Σκευοφύλακα «Χριστόδημο» είναι λανθασμένη και, όπως υποδεικνύουν μεταγενέστεροι μελετητές, πρέπει να οφειλόταν σε «τυπογραφική αβλεψία» του Φιλίππου, που εννοούσε τον Σκευοφύλακα Χριστόδουλο. Στον κατάλογο του Ηγουμένου Κλεόπα, από το 1930, γίνεται επίσης αναφορά στον Σκευοφύλακα Χριστόδουλο, που διηύθυνε τη Μονή ανάμεσα στα 1737 και 1743. Το λάθος διόρθωσε αργότερα και ο ίδιος ο Φιλίππου, καθώς, στο έργο του Εκκλησία Κύπρου επί Τουρκοκρατίας, παραπέμποντας στην ίδια σελίδα του ίδιου κώδικα, έκανε λόγο για «Σκευοφύλακα Χριστόδουλο».

Ο Πνευματικός και Σκευοφύλαξ Χριστόδουλος δεν έγινε ποτέ Ηγούμενος, αλλά φαίνεται ότι διηύθυνε τα πράγματα της Μονής μετά τον θάνατο του Ηγουμένου Σωφρονίου. Αυτό εξάγεται από πρακτικό του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Φιλοθέου, που σωζόταν στον λανθάνοντα κώδικα της Μονής, με ημερομηνία 3 Απριλίου 1743. Το κείμενο αυτό μας πληροφορεί ότι ο Χριστόδουλος ανέλαβε τη διαχείριση της Μονής, στις 13 Μαρτίου 1737, και την παρέδωσε, στις 3 Απριλίου του 1743, «βουλομένου ἐν ἡσυχίᾳ τε διάγειν καί ἀπραγμοσύνῃ τόν ἐπίλοιπον αὐτοῦ βίον καί εἰς τό ἱερόν αὐτοῦ μοναστήριον εἰς ὅπερ καί ἀνετράφη ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων». Μετά την παραίτηση Χριστοδούλου, τα κατάστιχα της Μονής παραδόθηκαν στη νέα της διοίκηση, τον Οικονόμο Παρθένιο και τον Εκκλησιάρχη Διονύσιο. Επιπλέον, με πρακτικό της ίδιας μέρας, υπογραμμένο και από τον Μητροπολίτη Κυρηνείας Νικηφόρο, ο Χριστόδουλος δώρισε στη Μονή Κύκκου ένα αμπέλι.

Σύμφωνα με τον Ν. Γ. Κυριαζή, ο Σκευοφύλαξ Χριστόδουλος ταυτίζεται με τον Ιερομόναχο Χριστόδουλο, που συνέδραμε, το 1726, μαζί με τον Ηγούμενο Μελέτιο Α’, στο κτίσιμο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου Μυλικουρίου, όπως αναφέρεται στη σχετική επιγραφή. Ο ίδιος συγγραφέας τον ταυτίζει επίσης με τον «Χριστόδουλο Μαΐστορα», που υπογράφει την επιγραφή της μεγάλης στέρνας της Μονής τον Οκτώβριο του 1734. Η πρώτη ταύτιση είναι πιθανότατα σωστή, αλλά η δεύτερη είναι αμφίβολη, καθώς στην Περιγραφή, ο Εφραίμ ο Αθηναίος αναφέρει ότι εκείνο τον Χριστόδουλο μαΐστορα τον έκειρε ο ίδιος μοναχό: «ὅν καί μοναχόν ἐγώ πρό τοῖς ἄλλοις σταυροφόρον ἔκειρα». Ο Εφραίμ ο Αθηναίος ήρθε στην Κύπρο γύρω στο 1742, εποχή κατά την οποία ο Σκευοφύλαξ Χριστόδουλος διαχειριζόταν ήδη τις τύχες της Μονής, και βρισκόταν μόλις ένα χρόνο πριν από την παραίτησή του, την οποία υπέβαλε σε μεγάλη ηλικία. Επιπλέον, και ο ίδιος ο Εφραίμ αναφέρει ότι η Μεγάλη Στέρνα, που αποπερατώθηκε το 1734, επί ηγουμενίας Σωφρονίου, έγινε «ἐπιστατοῦντος … καί τοῦ μακαρίτου σκευοφύλακος Χριστοδούλου», δηλαδή ο Χριστόδουλος ήταν ήδη Σκευοφύλακας αρκετά χρόνια πριν την άφιξη του Αθηναίου λογίου στην Κύπρο, και μέχρι την πρώτη έκδοση της Περιγραφής, το 1751, θα πρέπει να είχε ήδη αποβιώσει.

Ο Α. Γιακόβλεβιτς πιστεύει ότι ο Σκευοφύλακας Χριστόδουλος ταυτίζεται με τον αντιγραφέα κώδικα της Μονής Κύκκου, που φέρει ημερομηνία 1η Αυγούστου 1706, και σημειώνει ότι κατά τα νεανικά του χρόνια «υπήρξε αντιγραφέας των κωδίκων» επί της ηγουμενίας Μελετίου Α’.

Το μόνο γνωστό έγγραφο της διαχείρισης Χριστοδούλου είναι ένα οθωμανικό χοτζέτιο του Αυγούστου του 1738, όπου αναφέρεται ως «Χριστόδουλος Πέτρου».

Στον κατάλογο Ηγουμένων που δημοσίευσε ο Ηγούμενος Χρυσόστομος γίνεται αναφορά και στην ηγουμενία του «Μελετίου του Ξένου», την οποία τοποθετεί γύρω στο 1739, με βάση επιγραφή του Κάτω Πηγαδιού. Αυτή η ηγουμενία εμπίπτει πλήρως στην περίοδο της διαχείρισης της Μονής από τον Σκευοφύλακα Χριστόδουλο και είναι πολύ αμφίβολο αν υπήρξε «Ηγούμενος Μελέτιος Ξένος» το 1739. Πιθανόν η πληροφορία του Ηγουμένου Χρυσοστόμου να βασίζεται σε λανθασμένη ανάγνωση επιγραφής του μεταγενέστερου Ηγουμένου Μελετίου Β’ του επονομαζόμενου και ως Ξένου (1776-1811).