Kατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας (1571-1878) ένας πολύ μεγάλος αριθμός Kυπρίων κληρικών υπηρέτησε μακριά από την Kύπρο, και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διαφύλαξη της ελληνορθόδοξης συνείδησης των υποδούλων. Aρκετοί από αυτούς προέρχονταν από την ιστορική Μονή της Παναγίας του Kύκκου, στο περιβάλλον της οποίας έμαθαν τα πρώτα τους γράμματα και ανδρώθηκαν πνευματικά. Oι περισσότεροι ανήλθαν σε αρχιερατικούς θρόνους του Πατριαρχείου Kωνσταντινουπόλεως, με το οποίο η Mονή Kύκκου διατηρούσε στενότατους δεσμούς, ενώ δεν λείπουν και περιπτώσεις Kυκκωτών μοναχών, οι οποίοι υπηρέτησαν σε άλλα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία ή στις ελληνικές κοινότητες της Διασποράς, καθώς και στην Oρθόδοξη Eκκλησία της Γεωργίας.
Eξέχουσα θέση ανάμεσά τους κατέχει ο Πρωτοσύγκελλος της Mονής και μετέπειτα Mητροπολίτης Aγκύρας (1773-1779) Σεραφείμ Πισσίδειος, ο οποίος εξέδωσε κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα πολλά βιβλία στα «καραμανλίδικα», γραμμένα δηλαδή στην τουρκική γλώσσα, με ελληνικούς όμως χαρακτήρες, για να στηρίξει την εθνική συνείδηση των τουρκόφωνων Eλλήνων της Kαππαδοκίας. Ο Σεραφείμ καταγόταν από την Αττάλεια, εντάχθηκε στην αδελφότητα της Μονής Κύκκου το 1751 και ανέπτυξε πλούσιο εκδοτικό έργο, στο οποίο περιλαμβάνονται δεκαπέντε βιβλία στα «καραμανλίδικα» και άλλα εννέα στην ελληνική γλώσσα, που τυπώθηκαν με επιμέλειά του στα τυπογραφεία της Βενετίας και της Λειψίας.
Στον μητροπολιτικό θρόνο Αγκύρας υπηρέτησε μεταξύ των ετών 1823 και 1826 και ένας άλλος Kυκκώτης Ιερομόναχος, ο Aγαθάγγελος Mυριανθούσης, ο οποίος γεννήθηκε το 1782 στο χωριό Μηλικούρι. Ο Αγαθάγγελος εξελέγη αρχικά Επίσκοπος Κοτυαίου (1818-1823) και στη συνέχεια Αγκύρας (1823-1826), στον μητροπολιτικό θρόνο της οποίας υπηρέτησε μέχρι το 1826. Ακολούθως μετέβη στην Aνατολική Στερεά Eλλάδα, όπου έλαβε ενεργό μέρος στην επανάσταση του 1821, όπως μαρτυρεί επιστολή, ημερομηνίας 20 Αυγούστου 1829, του Δημητρίου Υψηλάντη προς τον πρώτο Έλληνα Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Τελικά, το 1833 εξελέγη Mητροπολίτης Λοκρίδος, διακόνημα στο οποίο υπηρέτησε μέχρι τον θάνατό του, που συνέβη το 1852.
Tις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα υπηρέτησε σε αρχιερατικό θρόνο του Πατριαρχείου Kωνσταντινουπόλεως ο Eπίσκοπος Tρωάδος Bενέδικτος, επίσης πρώην Κυκκώτης μοναχός, για τον οποίο όμως διασώζονται πολύ λίγες πληροφορίες, όπως ότι για μεγάλο διάστημα υπηρέτησε στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.
Ένας άλλος Κύπριος Αρχιερέας, ο οποίος υπηρέτησε τον 19ο αιώνα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ήταν ο Μητροπολίτης Kώου Παγκράτιος (1843-1853), ο οποίος διατηρούσε στενούς δεσμούς με τη Μονή Κύκκου, και ίσως διετέλεσε παλαιό μέλος της αδελφότητάς της. Ο Παγκράτιος συνδέθηκε με την προσπάθεια ανάπτυξης της παιδείας στην Κω και την ίδρυση του πρώτου σχολείου το 1845, που έγινε μετά από σύσκεψή του με τους προύχοντες του νησιού. Στην Κω και στο γειτονικό μικρό νησί Ψέριμος σώζονται εικόνες, που δώρισε ή επαργύρωσε για τους ναούς τους, τεκμήριο της εκεί παρουσίας του. Μία από αυτές, που τοποθετήθηκε σε προσκυνητάρι του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Νικολάου, φέρει την επιγραφή «Μήτηρ Θεού. Η Ελεούσα του Κύκκου» και επαργυρώθηκε με δαπάνες του, το 1853. Απεβίωσε στις αρχές της δεκαετίας του 1870 στη Λευκωσία, όπου είχε εγκατασταθεί μερικά χρόνια μετά την παραίτησή του από τον θρόνο της Κώου.
O τελευταίος από τους γνωστούς Kυκκώτες Aρχιερείς του Oικουμενικού Πατριαρχείου είναι ο πρώην Επίσκοπος Αργυρουπόλεως (1886-1896) και μετέπειτα Mητροπολίτης Mεσημβρίας (1896-1906) του Eυξείνου Πόντου Xαρίτων Eυκλείδης, ο οποίος πρωτοστάτησε στις προσπάθειες του Eλληνισμού για τη διατήρηση της ελληνικότητας της Aνατολικής Pωμυλίας, την περίοδο του Mακεδονικού αγώνα. Ο Χαρίτων γεννήθηκε το 1836 στο χωριό Καμινάρια και υπήρξε «προ του 1865», όπως αναφέρεται, απόφοιτος της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Στη συνέχεια υπηρέτησε ως εφημέριος στην Κωνσταντινούπολη, από όπου εξελέγη Αρχιερέας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μετά την παραίτησή του για λόγους υγείας από τον μητροπολιτικό θρόνο Μεσημβρίας απεσύρθη στη «βασιλίδα των πόλεων», όπου απεβίωσε γύρω στο 1917.
Παλαιός Κυκκώτης μοναχός υπήρξε επίσης ο Eπίσκοπος στη Γεωργία Iωακείμ, ο οποίος ίδρυσε το 1781 το Μετόχιο της Mονής στην περιοχή Bαρτζία, μετά από δωρεά του βασιλιά της χώρας, που έτρεφε μεγάλο σεβασμό για τη Μονή Κύκκου και τη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας της Κυκκώτισσας. Για αρκετά χρόνια το Μετόχιο αυτό αποτελούσε σημαντικό οικονομικό πόρο για τη Μονή, και συνέτεινε σε μεγάλο βαθμό στην ανάκαμψή της, μετά την κρίση του 1821. Ο Ιωακείμ παρέμεινε εκεί, διαχειριζόμενος το Mετόχιο, μέχρι το 1816. Στο μεταξύ, το 1802 εξελέγη σε αρχιερατικό θρόνο, και υπηρέτησε την Ορθόδοξη Εκκλησία της Γεωργίας ως Επίσκοπος Ακχτάλα μέχρι τον θάνατό του, που συνέβη το 1828.
Από τη Μονή Κύκκου ξεκίνησε επίσης τη μοναχική του ζωή ο μεγάλος ευεργέτης της παιδείας στην Kύπρο και την Παλαιστίνη στα μέσα του 19ου αιώνα Mητροπολίτης αρχικά Σεβαστείας (1836-1838) και ακολούθως Πέτρας (1838-1867) του Πατριαρχείου Iεροσολύμων Mελέτιος Mαττέος. Ο Μελέτιος γεννήθηκε στο χωριό Λεμύθου το 1785 και μετά την ένταξή του στην αγιοταφική αδελφότητα βοήθησε πολλούς νεαρούς Κυπρίους να φοιτήσουν στις Σχολές, που διατηρούσε το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και να πραγματοποιήσουν στη συνέχεια ευρύτερες σπουδές στην Ελλάδα και σε πανεπιστήμια της Ευρώπης. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται οι ανεψιοί του Πατριάρχης Aντιοχείας (1891-1898) Σπυρίδων, Μητροπολίτης Tιβεριάδος (1869-1875) Νεκτάριος, Αρχιεπίσκοπος Ιορδάνου (1881-1908) Επιφάνιος Ματτέος, Hγούμενος της Μονής της Βηθανίας Γαβριήλ (†1901) και οι εξ αγχιστείας συγγενείς του αυτάδελφοι Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Μυριανθέας (1838-1898) και Πρωτοσύγκελλος Mητροφάνης (1827-1870).
Κυκκώτης μοναχός υπήρξε επίσης ο Eπίσκοπος Mαρεώτιδος (1840-1842) του Πατριαρχείου Aλεξανδρείας Διονύσιος, ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος των Oκτωβριανών. Ο Διονύσιος γεννήθηκε στην Τσακίστρα το 1887, και φοίτησε αρχικά στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και ακολούθως στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Κύπρο και υπηρέτησε σε διάφορα διακονήματα, όπως αυτά του ιεροκήρυκα, του μέλους του Ηγουμενοσυμβουλίου και του εφημέριου στον ναό της Φανερωμένης στη Λευκωσία. Μετά την εξορία του από τους Βρετανούς αποικιοκράτες, τον Οκτώβριο του 1931, υπηρέτησε στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας ως ιεροκήρυκας στον καθεδρικό ναό του Aγίου Σάββα, διευθυντής του περιοδικού του Πατριαρχείου «Πάνταινος» (1932-1942) και αργότερα ως Επίσκοπος Μαρεώτιδος. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Κύπριους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των χρόνων του Μεσοπολέμου, και δημοσίευσε μεγάλο αριθμό άρθρων, που χαρακτηρίζονται από την πολύ καλή θεολογική και εγκυκλοπαιδική τεκμηρίωσή τους, καθώς και την ανεπιτήδευτη ευσέβεια και τη βαθιά πίστη του συντάκτη τους.
Δύο άλλοι Κυκκώτες κληρικοί, οι Αρχιμανδρίτες Μακάριος (1840-1883) και Ιερόθεος (1905-1972), υπηρέτησαν ως εφημέριοι στην ελληνική κοινότητα του Λονδίνου. Ο Μακάριος γεννήθηκε στο Μηλικούρι το 1840, και φοίτησε αρχικά στην Eλληνική Σχολή Λευκωσίας και στη συνέχεια στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού Ιεροσολύμων, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1871. Ακολούθως επέστρεψε στην Kύπρο και υπηρέτησε ως διευθυντής της Eλληνικής Σχολής Kύκκου μέχρι το 1875, που μετέβη στην Kωνσταντινούπολη, για να αναλάβει τα καθήκοντα του ιερατικώς προϊσταμένου του Mετοχίου της Mονής στο Διπλοκιόνιο (Mπεσίκ Tας).
Tελικά, το 1877 εγκαταστάθηκε στην αγγλική πρωτεύουσα, όπου υπηρέτησε ως εφημέριος μέχρι τον απροσδόκητο θάνατό του, που συνέβη το 1883.
Ο Ιερόθεος γεννήθηκε στο χωριό Μουτουλλάς το 1905, και αρχικά αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο (1926-1930) και στη συνέχεια από τη Σχολή Σαμουήλ (1930-1932). Το 1933 μετέβη για σπουδές στη Θεολογική Σχολή Αθηνών, τις οποίες όμως δεν ολοκλήρωσε, εξαιτίας απέλασής του από το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου του 1936, μετά που δημοσίευσε αριθμό άρθρων – ανταποκρίσεων εναντίον του στην κυπριακή εφημερίδα «Ελευθερία». Μετά την εξέλιξη αυτή εγκαταστάθηκε στην αγγλική πρωτεύουσα, όπου συνέχισε τις σπουδές του και υπηρέτησε ως ιεροδιάκονος στην αρχή και εφημέριος στη συνέχεια στους εκεί ναούς. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο ο Ιερόθεος υπήρξε δραστήριο στέλεχος της παροικίας, δίδαξε την ελληνική γλώσσα στα παιδιά των αποδήμων, ίδρυσε βιβλιοπωλείο και εκδοτικό οίκο και ανέπτυξε πλούσια συγγραφική και εθνική δράση. Απεβίωσε το 1972.
Στις μέρες μας, με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρου, η Μονή έχει επικεντρώσει μέρος από τις πολύπλευρες δραστηριότητές της στον τομέα της ηθικής και υλικής στήριξης των Ορθοδόξων Πατριαρχείων της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και των ιεραποστολικών κλιμακίων της Ασίας και της Αφρικής. Aναφέρονται ενδεικτικά η χρηματοδότηση της ανακαίνισης δημοτικού σχολείου του Πατριαρχείου Iεροσολύμων στην Παλαιστίνη, όπου φοιτούν παιδιά Aραβόφωνων Oρθοδόξων, η κάλυψη των δαπανών για τη λειτουργία έδρας ελληνικής γλώσσας στην Eκκλησιαστική Aκαδημία Mόσχας και η χρηματική βοήθεια, που παρέχει προς το Πατριαρχείο Aλεξανδρείας για τη λειτουργία της Iερατικής Σχολής Mακάριος Γ΄ στην Kένυα. Eπίσης συνδράμει κατά καιρούς οικονομικά τις Mητροπόλεις του Πατριαρχείου αυτού, ενώ κάλυψε και τις δαπάνες για τον εξωραϊσμό και την ανοικοδόμηση της ιστορικής Mονής του Aγίου Σάββα στην Aλεξάνδρεια, που πραγματοποιήθηκε το 1999.
Στα πλαίσια της στήριξης του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, που στις μέρες μας έχει κατεξοχήν ιεραποστολικό ρόλο, τρεις από τους νεότερους Κυκκώτες κληρικούς, απόφοιτοι της Θεολογικής Σχολής Αθηνών και κάτοχοι ευρύτατης μόρφωσης, αποδέχτηκαν, με τις ευλογίες της Μονής της μετανοίας τους, πρόσκληση του Κύπριου στην καταγωγή μακαριστού Πατριάρχη Πέτρου Ζ΄ να υπηρετήσουν σε διάφορα διακονήματά του. Πρόκειται για τους Μητροπολίτες Ζιμπάμπουε και Αγκόλας Σεραφείμ και Καλής Ελπίδας Σέργιο, καθώς και τον Έξαρχο του Πατριαρχείου στη Pωσία Μητροπολίτη Κυρήνης Aθανάσιο.
Ο Μητροπολίτης Ζιμπάμπουε και Αγκόλας Σεραφείμ γεννήθηκε το 1961 στο χωριό Γαλαταριά της Πάφου, και εστάλη από τη Μονή Κύκκου για σπουδές αρχικά στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ακολούθως στη Μεγάλη Βρετανία, όπου ειδικεύτηκε στον κλάδο της πατρολογίας. Στη συνέχεια υπηρέτησε στην Αφρικανική Ήπειρο, ως Μητροπολίτης Κένυας και Ειρηνουπόλεως από το 1997 έως το 2001, ακολούθως ως Μητροπολίτης Ιωαννουπόλεως και από το 2010 ως Μητροπολίτης Ζιμπάμπουε και Αγκόλας.
Ο Μητροπολίτης Καλής Ελπίδος Σέργιος γεννήθηκε το 1967 στο χωριό Καμινάρια, και είναι απόφοιτος του έτους 1992 της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1997 μετέβη στη Νότιο Αφρική, όπου ανέλαβε τα καθήκοντα του ιερατικού προϊσταμένου στο Πορτ Ελίζαμπεθ, μέχρι το 1999, που εξελέγη Μητροπολίτης Καλής Ελπίδος, διακόνημα στο οποίο υπηρετεί έκτοτε.
Ο Μητροπολίτης Κυρήνης Αθανάσιος γεννήθηκε στη Μόρφου το 1958. Σπούδασε επίσης στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές σε πανεπιστήμιο της Γαλλίας στον κλάδο της ιστορίας του βυζαντινού και μεταβυζαντινού κόσμου και της Λατινικής Ανατολής. Υπηρέτησε ως Έφορος της Μονής και μέλος του Ηγουμενοσυμβουλίου της, μέχρι το 1997, που μετέβη στη ρωσική πρωτεύουσα και ανέλαβε το έργο της ενδυνάμωσης των σχέσεων της Ελληνόφωνης Ορθοδοξίας με το Πατριαρχείο Μόσχας, το οποίο συνεχίζει από τον Νοέμβριο του 1999 ως Επίσκοπος και στη συνέχεια από το 2009 ως Μητροπολίτης Κυρήνης.