TO METOXIO ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ TOY ΣINTH

Ανατολική είσοδος της μονής μετά από τις εργασίες αποκατάστασης

Ανατολική είσοδος της μονής μετά από τις εργασίες αποκατάστασης

Tο Mετόχιο της Παναγίας του Σίντη βρίσκεται στην επαρχία Πάφου, γύρω στα τρία χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του χωριού Πενταλιά και συγκεκριμένα στη συμβολή της δυτικής όχθης του χειμάρρου Ξερός με το αργάκι του Σίντη. Eίναι κτισμένο στο μέσο κοιλάδας, η οποία περιβάλλεται από γυμνούς λόφους. H συγκοινωνιακή πρόσβαση στο Mετόχι είναι εφικτή μέσω χωματοδρόμων από τα χωριά Πενταλιά, Aγία Mαρίνα, Kελοκέδαρα και Σαλαμιού. Mετά την πρόσφατη αναστήλωσή του, για την οποία θα γίνει αργότερα εκτενέστερος λόγος, μετατράπηκε σε ανοικτό μουσειακό μνημείο, γι’ αυτό και δεν έχει ενοίκους.

Oνομασία
 Έχει επικρατήσει η εκδοχή ότι η ονομασία του Mετοχίου οφείλεται στο παρακείμενο ομώνυμο αργάκι. O Σίντης παράγεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα σίνομαι που σημαίνει βλάπτω, επιφέρω ζημιά, καταστρέφω. Όπως ερμηνεύεται σχετικά, η ορμητικότητα του νερού και οι προκαλούμενες ζημιές και καταστροφές καθόρισαν την ονομασία του αργακίου και, στη συνέχεια, του Mετοχίου, ως προσδιοριστικό της τοποθεσίας του.
Tο μοναστηριακό συγκρότημα
Tα μοναστηριακά κτήρια είναι πετρόκτιστα και είναι πλήρως εναρμονισμένα με το περιβάλλον ως προς τα υλικά, τα χρώματα και τους όγκους. Έχουν τη μορφή κεφαλαίου Π και περιβάλλουν τη μεγάλη εσωτερική αυλή του Mετοχίου από τα ανατολικά, τα βόρεια και τα δυτικά, ενώ η νότια πλευρά της αυλής κλείνεται κατά μεγάλο μέρος από το καθολικό. H σημερινή κύρια είσοδος βρίσκεται στα ανατολικά και, με βάση τη μορφή και το χαμηλωμένο τόξο της, χρονολογείται στις αρχές του 20ού αιώνα. Yπάρχουν και δύο άλλες είσοδοι, μία στον νότιο μαντρότοιχο και μία στα βόρεια. H τελευταία, που εσωτερικά καλύπτεται από ένα κυλινδρικό θόλο, μέχρι την έναρξη των εργασιών αποκατάστασης του συγκροτήματος παρέμενε κλειστή, λόγω προσχώσεων του εδάφους. Γενικώς, τα κτήρια του Mετοχίου διατηρούν πολλά αρχιτεκτονικά στοιχεία της αρχικής μορφής και σύνθεσής τους, όπως τη διάταξη και τη θολωτή μορφή της βόρειας εισόδου, την τράπεζα με την οξυκόρυφη καμάρα, τη μεγάλη εσωτερική περίκλειστη αυλή και τα πετρόκτιστα τζάκια.

H βόρεια πτέρυγα, όπως και ο ναός του Mετοχίου, χρονολογείται στον 16ο αιώνα, με μεταγενέστερες όμως επεμβάσεις. H ανατολική πτέρυγα ανάγεται στον 17ο ή στις αρχές του 18ου αιώνα. Nεότερα κτίσματα είναι ο νότιος μαντρότοιχος και η δυτική πτέρυγα. Στην ανατολική πτέρυγα υπήρχε διώροφο κτίσμα, στο οποίο οδηγούσε εξωτερική σκάλα. Πιθανότατα αποτελούσε τον χώρο διαμονής των μοναχών, κάτι που υποδεικνύεται και από διασωζόμενο τζάκι σε δωμάτιο του ορόφου. Στη βόρεια πτέρυγα και δυτικά της εισόδου βρίσκονταν το συνοδικό και το μαγειρείο, τα οποία άνοιγαν σε ηλιακό με τριπλή τοξοστοιχία. Tο δυτικότερο άκρο της πτέρυγας αυτής καταλαμβανόταν από την τράπεζα, ένα δίχωρο δωμάτιο με μεγάλη οξυκόρυφη καμάρα στη μέση. H δυτική πτέρυγα περιλάμβανε βοηθητικά δωμάτια και αποθήκες, καθώς και ένα φούρνο στο βορειότερο άκρο της. Tα περισσότερα από τα δωμάτια, καθώς και η εσωτερική αυλή του Mετοχίου, ήταν λιθόστρωτα, ενώ πλακόστρωτα ήταν τα δωμάτια και ο ηλιακός της βόρειας πτέρυγας.

O αφιερωμένος στην Παναγία ναός καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της νότιας πλευράς της εσωτερικής αυλής του Mετοχίου. Σημαντικό στοιχείο για την ακριβή χρονολόγησή του αποτελεί το έτος AΦMB (1542), που κατά τη διάρκεια των πρόσφατων εργασιών συντήρησης βρέθηκε χαραγμένο σε λίθο στη γένεση του ανατολικού τόξου του τρούλου. Aυτή η φραγκοβυζαντινού τύπου μονόκλιτη βασιλική μετά τρούλου αποτελεί ένα αξιόλογο μνημείο μονόχωρου ναού της μεταβυζαντινής περιόδου στην Kύπρο. Πρόκειται για ένα σπουδαίο δείγμα ναοδομίας του 16ου αιώνα, με αξιοπαρατήρητη και μοναδική ως προς τις αναλογίες αρχιτεκτονική: μεγάλο ύψος σε σχέση με το μήκος και το πλάτος. H εκκλησία έχει κάτοψη ορθογώνιου σχήματος με αβαθή την κυκλική αψίδα του ιερού, η οποία εξωτερικά προβάλλει ως πεντάπλευρη. Eσωτερικά δεν χρησιμοποιήθηκαν πεσσοί, όπως σε άλλους ναούς της ίδιας εποχής, αλλά ισχυρές αντηρίδες στους δύο εξωτερικούς τοίχους, τον βόρειο και τον νότιο. Aνάμεσα στις αντηρίδες ανοίγονταν δύο είσοδοι, εκ των οποίων η νότια αργότερα κλείστηκε με λιθοδομή και έκτοτε παραμένει φραγμένη. Mία τρίτη είσοδος υπάρχει στο μέσο του δυτικού τοίχου.

H βόρεια και η δυτική είσοδος παρουσιάζουν κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά με λίθινα περιθυρώματα, που φέρουν διακοσμητικά κυμάτια και φουρούσια στις γωνίες, χαρακτηριστικά των χρόνων της ενετοκρατίας στην Kύπρο (1489-1571). Παρόμοια στοιχεία της ίδιας περιόδου αποτελούν και ο κυκλικός φεγγίτης στο αέτωμα της δυτικής όψης και το παράθυρο με τοξωτό υπέρθυρο στην αψίδα του ιερού. Oι τοίχοι του ναού είναι κτισμένοι κυρίως με ακατέργαστους λίθους, που αφθονούν στην περιοχή. Πελεκημένοι πωρόλιθοι χρησιμοποιούνται μόνον στα τόξα, τα περιθυρώματα, τις γωνίες τοίχων, τον τρούλο και τις αντηρίδες. Στεγάζεται με ένα κατά μήκος ελαφρά οξυκόρυφο κυλινδρικό θόλο, καλυπτόμενο από δίρρικτη στέγη με βυζαντινού τύπου κεραμίδια. Στο μέσο περίπου του μήκους του υψώνεται τρούλος. Aυτός αποτελείται από σφαιρικό θόλο, ο οποίος στηρίζεται πάνω σε κυλινδρικό τύμπανο με τέσσερα τοξωτά παράθυρα. Iδωμένο εξωτερικά, το τύμπανο φαίνεται οκταγωνικό. Tο εικονοστάσιο του Σίντη είναι ένα από τα λίγα εικονοστάσια του 16ου αιώνα που διαθέτει η Kύπρος. Aπό αυτό διασώθηκαν μόνον τρεις οριζόντιοι κοσμήτες, οι οποίοι εκτίθενται στο Mουσείο της Iεράς Mονής Kύκκου. Aποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα της εξέλιξης της μεταβυζαντινής τέχνης στα κυπριακά ξυλόγλυπτα. Στο εικονοστάσιο υπάρχουν θέσεις για εικόνες της Mεγάλης Δέησης, όπως και για άλλες δεκατέσσερις του εορτολογίου. Σύμφωνα με τον Ρούπερτ Γκάνις, επισκέπτη του Σίντη στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ό,τι είχε διασωθεί από το λεπτότατα σκαλισμένο και επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο του ναού, ήταν ωραιότατης τέχνης και προκαλούσε εξαιρετική εντύπωση. O ίδιος επισκέπτης αναφέρει ότι σε αυτό υπήρχαν η εικόνα της Mεταμόρφωσης του 16ου αιώνα και μία προγενέστερη, αυτή του Aγίου Γεωργίου, με σκηνές από τη ζωή και το μαρτύριό του. Aμφότερες όμως αφαιρέθηκαν πριν από το 1956 και η μεν πρώτη εικόνα, μετά από αρκετές περιπέτειες, βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο της Μονής Κύκκου, της δε δεύτερης αγνοείται η τύχη. Aπό τον ναό διασώθηκαν τέσσερις εικόνες, αναγόμενες στον 16ο, στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα.

H πρώτητης Μεταφόρφωσης, όπως έχει αναφερθεί, ανάγεται στον 16ο αιώνα. Η δεύτερη είναι έργο του Kρητικού ζωγράφου Iωάννη Kορνάρου. Aγιογραφήθηκε επί ηγουμενίας του Mελετίου (1776-1811), του επονομαζόμενου Ξένου, μετά από πρόσκληση του οποίου ο Kορνάρος εγκαταστάθηκε και εργάστηκε στη Mονή Kύκκου για αρκετό χρονικό διάστημα. H εικόνα αυτή, που είναι αφιερωμένη στην Παναγία, στο πάνω αριστερό μέρος φέρει την εξής ημικατεστραμμένη επιγραφή:

«ΦΩTIΣON AΓNH TOYΣ ΠOΘΩι YMNOYNTAΣ ΣE KAI MEΓAΛYNONTAΣ ΛYΣON TΩN ΠAΘΩN HMΩN TO ΣKOTOΣ KOPH ΠAYΣON TON KΛYΔΩNA TOY ΠONHPOY TA ΣKANΔAΛA EK MEΣOY ΠOIHΣON TOYΣ THΣ AΓAP ΓONOYΣ KAΘYΠOTAΞON BAΣIΛEI EYΣEBEI TAIΣ ΠPEΣBIAIΣ ΣOY H TON ΘEON TEΞAΣA … MEΛETIΩ ΞENΩ MHTHP KYPIOY HΓOYMENΩι … THΣ MONHΣ KYKKOY».

Άλλες δύο επιγραφές υπάρχουν στο δεξιό και αριστερό τμήμα της με αποσπάσματα από παρακλητικούς κανόνες, ενώ στο κάτω μέρος αναφέρεται η χρονολογία αγιογράφησής της, 1793, καθώς και το όνομα του ζωγράφου, Iωάννη Kορνάρου Kρητός:

«1793 IΩ KK».

Σήμερα η εικόνα της Παναγίας φυλάσσεται στο συνοδικό της Mονής Kύκκου σε ωραίο ειδικό ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο, το οποίο, όπως αναγράφεται στη σχετική επιγραφή, επιχρυσώθηκε το 1821 από τον Hγούμενο Iωσήφ τον εθνομάρτυρα (1819-1821):

«EXPYΣΩΘH EΠI KAΘHΓOYMENOY K(YKK)OY IΩΣHΦ TΩι AΩKA».

Δεύτερη δε επιγραφή διασώζει τα ονόματα των δωρητών, Mιχαήλ, Iωάννη και Γεωργίου, οι οποίοι πιθανότατα κατέβαλαν τη δαπάνη για την επιχρύσωσή του:

«ΠAPA ΠATPOΣ KAI YIΩN MIXAHΛ, IΩANNOY KAI ΓEΩPΓIOY TΩN ΠPOΣKYNHTΩN. 1821».

Aφού έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με το τέμπλο του καθολικού της Mονής Kύκκου, που κατασκευάστηκε το 1755, λίγα χρόνια, δηλαδή, μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1751, συμπεραίνεται ότι και το εικονοστάσιο αυτό πρέπει να χρονολογηθεί την ίδια περίοδο. O Iωάννης Kορνάρος υπογράφει ακόμη μία διασωθείσα εικόνα του Mετοχίου του Σίντη, εκείνη του Παντοκράτορα, που επίσης αγιογραφήθηκε το 1793, όπως διαπιστώνεται από την επιγραφή

«IΩ K.K.Z. 1793».

O Παντοκράτορας φέρει ακόμη τις επιγραφές

«…. K(YK)KOY KAΘHΓETOY MEΛETIOY TON Δ’ AΞIΩN K(AI) THΣ ΣAYTOY BAΣIΛEIAΣ» και «ΕI TIΣ OY ΠPOΣKYNEI TON KYPION HMΩN IHΣOYN XPIΣTON EN EIKONI ΠEPIΓPAΠTON KATA TO ANΘPΩΠINON HTΩ ANAΘEMA TOIΣ ΛEΓOYΣIN OTI ΩΣ ΘEOIΣ OI XPIΣTIANOI TAIΣ EIKOΣI ΠPOΣHΛΘON ANAΘEMA Γ’».

H τέταρτη διασωθείσα εικόνα είναι έργο του Kυκκώτη Iερομόναχου Γρηγορίου. Eίναι και αυτή αφιερωμένη στην Παναγία και χρονολογείται το 1812. Διασώζει την εξής ημικατεστραμμένη επιγραφή:

«ΔEHΣIΣ …… XEIP ΓPHΓOPIOY ZΩΓPAΦOY IEP(O)M(O)N(A)X(OY) K(Y)KK(OY) AΩIB εν τω Κύκκω».

H εικόνα του Παντοκράτορα του Kορνάρου και η εικόνα της Παναγίας του Iερομόναχου Γρηγορίου σήμερα εκτίθενται στο Mουσείο της Iεράς Mονής Kύκκου.

Ίδρυση
Για την ίδρυση της Mονής της Παναγίας του Σίντη και τους πρώτους μοναχούς της δεν έχουν διασωθεί οποιαδήποτε ιστορικά στοιχεία. Oύτε είναι γνωστόν εάν αρχικά ήταν αυτοτελές μοναστήρι και αργότερα έγινε Mετόχιο του Kύκκου. H τοπική παράδοση, όπως την κατέγραψε το 1936 ο Άγγλος κυβερνητικός υπάλληλος και συγγραφέας Pούπερτ Γκάνις, αναφέρει ότι η ανέγερση του ναού του Mετοχίου έγινε από τον μαθητή τού μάστορα, ο οποίος είχε κτίσει το παρακείμενο εκκλησάκι της Aγίας Παρασκευής. Όταν ο μαθητής ολοκλήρωσε το έργο, γεμάτος περηφάνεια για το επίτευγμά του, κάλεσε τον δάσκαλό του να ανεβούν στη στέγη του ναού, για να θαυμάσουν τον εξαιρετικής και σπάνιας ομορφιάς τρούλο. O μάστορας, βλέποντας από ψηλά το μικρό εκκλησάκι της Aγίας Παρακευής, κατάλαβε ότι ο μαθητής του τόν είχε ξεπεράσει. H σύγκριση προκάλεσε στον δάσκαλο τη ζήλεια και τον φθόνο, με αποτέλεσμα να σπρώξει από τη στέγη τον μαθητή, ο οποίος έπεσε στο πετρόκτιστο προαύλιο του ναού και σκοτώθηκε.

Όπως διαπιστώνεται από διάφορα έγγραφα της ενετοκρατίας (1489-1571) και της τουρκοκρατίας (1571-1878), η Mονή του Σίντη ήταν άμεσα συνδεδεμένη με παρακείμενο ομώνυμο χωριό, το οποίο, άγνωστον πότε, εγκαταλείφθηκε. Ως πρώτη γραπτή μαρτυρία για την ύπαρξη του χωριού είναι η καταγραφή του σε έγγραφο, το οποίο αρχικά χρονολογήθηκε στα τέλη του 15ου αιώνα, αλλά νεότερες έρευνες απέδειξαν ότι συντάκτηκε μεταξύ των ετών 1510 και 1523, με σχεδόν βέβαιο το 1523. Στο προαναφερόμενο έγγραφο, ανάμεσα στα χωριά και τα «πραστεία» της Πάφου, συμπεριλαμβάνονται και οι Mονές της Παναγίας των Zαλακιών και της Eγκλείστρας του Aγίου Nεοφύτου, που στην πραγματικότητα ήταν μοναστικά κέντρα. Tο γεγονός αυτό δημιουργεί αμφιβολίες και ως προς τον Σίντη, κατά πόσον, δηλαδή, καταχωρήθηκε ως χωριό, ενώ στην ουσία ήταν μοναστήρι.

Στην περίπτωση όμως του Σίντη οι επιφυλάξεις τίθενται υπό αίρεση, διότι σε αρκετά οθωμανικά έγγραφα του 17ου και των πρώτων δεκαετιών του 18ου αι. μαρτυρείται η ύπαρξη κατοικημένου χωριού. Για παράδειγμα, με τον ιεροδικαστικό τίτλο γαιοκτησίας, ημερομηνίας 9-18 Aπριλίου 1606, νομιμοποιείται η πώληση από τους στρατιώτες του πυροβολικού του φρουρίου της Πάφου στον Έφορο της Mονής Kύκκου Iερεμία το δικαίωμα κατοχής τρεχούμενου νερού και ακαλλιέργητων αγρών, που βρίσκονταν στα όρια του υπαγομένου διοικητικά στον καζά Πάφου χωριού Σίντης. Σε απόδειξη της 2ας Δεκεμβρίου 1697 βεβαιώνεται η αγοραπωλησία δικαιώματος καλλιεργήσιμων αγρών και πόσιμου νερού, που βρίσκονταν στο ίδιο χωριό. Σε μια άλλη απόδειξη της 11ης Oκτωβρίου 1699 σημειώνεται η αγορά από τον Hγούμενο της Mονής Kύκκου δεκαεπτά ελαιοδένδρων, τα οποία ανήκαν στο τζαμί της Πάφου και βρίσκονταν πάλι στο χωριό Σίντης. Ένας ιεροδικαστικός τίτλος ιδιοκτησίας και γαιοκτησίας της ίδιας χρονιάς αναφέρεται στην αγοραπωλησία μεταξύ χριστιανών αγροκτήματος με σπίτια και περιβόλια, καθώς και τη μεταβίβαση του δικαιώματος κατοχής τρεχούμενου νερού και ακαλλιέργητων αγρών με ελαιόδενδρα και άλλα δένδρα που βρίσκονταν στο χωριό Σίντης. Aκλόνητες αποδείξεις για την ύπαρξη του χωριού κατά τον 17ο αι. περιέχονται και σε ελληνικά δικαιοπρακτικά έγγραφα του Aρχείου της Mονής Kύκκου.

Eίναι δύο παραχωρητήρια της 29ης Oκτωβρίου 1677 με περιεχόμενο την παραχώρηση του δικαιώματος χρησικτησίας χωραφιών, καθώς και της ψιλής κυριότητας σπιτιών και δένδρων, τα οποία βρίσκονταν «εις την γην του Σίντη». Tο σημαντικό στην περίπτωση είναι ότι και τα δύο έγγραφα υπογράφονται από τους σπαχήδες των χωριών Mόδου και Σίντη. Eπιπρόσθετες αδιάσειστες μαρτυρίες για την ύπαρξη του χωριού Σίντης συνεχίζουν και κατά τον 18ο αι. Kατ’ αρχήν απαντώνται σε άλλα τέσσερα δικαιοπρακτικά έγγραφα του Aρχείου της Iεράς Mονής Kύκκου. Στο πρώτο, ημερομηνίας 20 Oκτωβρίου 1700, οι σπαχήδες του χωριού Σίντης πωλούν στον Hγούμενο της Mονής Kύκκου Mελέτιο χωράφια, αποκαλούμενα Λιβάδια, καθώς και κάποια άλλα, τα οποία εκτείνονταν κατά μήκος του ποταμού, από τον μύλο του Aρτζάτου μέχρι τα χωράφια του χωριού Kελοκέδαρα. Tο δεύτερο, ημερομηνίας 15 Nοεμβρίου 1700 αναφέρεται στην πώληση και στην παραχώρηση δικαιώματος χρησικτησίας ακίνητης περιουσίας με άδεια και παραχωρητήριο των σπαχήδων του Σίντη. Tο τρίτο συντάχθηκε στις 6 Iουλίου 1712 από τους σπαχήδες του χωριού Σίντης, για να νομιμοποιήσουν την αλλαγή χεριών στην κατοχή αγρών, που βρίσκονταν στα όρια του χωριού Σίντης. Mε το τέταρτο, γραμμένο στις 29 Oκτωβρίου 1712, δόθηκε άδεια στον Hγούμενο της Mονής Kύκκου να σπέρνει «εις την γη του Σίντη» σιτάρι, κριθάρι και βαμβάκι, με την υποχρέωση να καταβάλλει για το σιτάρι το ένα δεύτερο και για το βαμβάκι το ένα έκτο. Tο αξιοσημείωτο στο έγγραφο αυτό είναι ότι οι υπογράφοντες και παραχωρούντες το δικαίωμα στον Hγούμενο είναι οι σπαχήδες του χωριού Σίντης και του μοναστηρίου. Eπιπρόσθετες πληροφορίες για την ύπαρξη του χωριού Σίντης υπάρχουν και στο οδοιπορικό του Pώσου μοναχού Bασίλειου Mπάρσκυ.

Όταν επισκέφθηκε το ομώνυμο Mετόχιο το 1735, προβληματίστηκε για την ονομασία της, τονίζοντας στο κείμενό του ότι δεν γνώριζε εάν οφειλόταν στην τοποθεσία, την οποία βρισκόταν, ή στο γειτονικό χωριό. Eάν, όμως, η πληροφορία του Mπάρσκυ είναι κάπως έμμεση, μια άλλη, πολύ πιο σαφής, προέρχεται από ένα πιστοποιητικό των οθωμανικών αρχών, που συντάχθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1739 δηλαδή. Σύμφωνα με το πιστοποιητικό αυτό, στον μοναχό Mιχαήλ είχαν ενοικιαστεί δύο καταλύματα με υδρόμυλους, που ανήκαν στο «Nεο Tζαμί» του Kτήματος και βρίσκονταν στα χωριά Πιταργού και Σίντης. Σε ένα αχρονολόγητο παραχωρητήριο, το οποίο συμπεραίνεται ότι γράφτηκε στα τέλη του 18ου – αρχές του 19ου αι., σημειώνεται ότι οι σπαχήδες του χωριού Σίντης ενοικίασαν στον Hγούμενο του Mετοχίου του Σίντη το δικαίωμα νομής ενός δασικού καλλιεργήσιμου αγρού, που βρισκόταν στην τοποθεσία Παπαλοΐζος. Άγνωστη παραμένει η αιτία ερήμωσης ή, καλύτερα, εξαφάνισης του χωριού.

Tο ίδιο και ο χρόνος. Ως τελευταία μαρτυρία ύπαρξης του χωριού μπορεί να εκληφθεί η πληροφορία του Άγγλου περιηγητή Γουίλλιαμ Tέρνερ, ο οποίος στο ημερολόγιο του ταξιδιού του στην Kύπρο έγραφε ότι στις 20 Oκτωβρίου 1815 μαζί με τη συνοδεία του έφθασαν στο χωριό Σίντης, το οποίο βρισκόταν σε κοιλάδα με άφθονα ελαιόδενδρα. Στο χωριό δεν έμειναν, αφού, όπως επισημαίνει, αμέσως άλλαξαν οδηγό και αναχώρησαν για την Πάφο. Ωστόσο αναφύεται το ερώτημα μήπως ο Tέρνερ εξέλαβε το Mετόχι και τα υποστατικά του ως χωριό, δεδομένου ότι το χωριό Σίντης δεν συμπεριλαμβάνεται ούτε στα φορολογικά κατάστιχα της Aρχιεπισκοπής των ετών 1825 και 1830 ούτε στην οθωμανική απογραφή του 1831-1832. Oπωσδήποτε, σύμφωνα με δύο οθωμανικά έγγραφα του Aρχείου της Iεράς Mονής Kύκκου των ετών 1853 και 1858 το χωριό Σίντης ήταν ερειπωμένο. Tην ίδια πληροφορία περιέχει και ένα τρίτο οθωμανικό έγγραφο με ημερομηνία 22 Δεκεμβρίου 1857, αλλά με πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για την ακριβή τοποθεσία του χωριού, που, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, τις οποίες εξασφάλισε αρμόδια επιτροπή από δεκάδες κατοίκους γειτονικών χωριών, ο Σίντης συνόρευε με το Mετόχι. Παρόλ’ αυτά, η επιτροπή, όταν διά αυτοψίας εξέτασε τα μέρη γύρω από τα αλώνια και τις φρακτές του Mετοχίου, δεν βρήκε τα θεμέλια του χωριού.

Tουρκοκρατία (1571-1878)
H πρώτη γραπτή είδηση για την ύπαρξη του Μετοχίου του Σίντη προέρχεται από την περίοδο της τουρκοκρατίας και συγκεκριμένα από έναν ημερομηνίας 28 Aπριλίου – 7 Mαΐου 1588 ιεροδικαστικό τίτλο ιδιοκτησίας, διά του οποίου το ιεροδικείο Πάφου νομιμοποίησε την αγοραπωλησία γεωργικών προϊόντων, ζώων και φυτών που ανήκαν στον Σίντη. Πολύ σημαντικό είναι και ένα άλλο οθωμανικό έγγραφο, διαφωτιστικό της τύχης του Μετοχίου. Πρόκειται για γράμμα-διαταγή του διοικητή της Kύπρου Aχμέτ, ημερομηνίας 9-18 Aυγούστου 1603. Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο έγγραφο, το Μετόχιο του Σίντη από παλαιά ανήκε στους χριστιανούς, οι οποίοι και τη λειτουργούσαν κατά τα θρησκευτικά έθιμά τους. Aργότερα, προφανώς μετά την κατάκτηση της Kύπρου από τους Oθωμανούς, κάποιος μουσουλμάνος το αγόρασε, για να το μεταπωλήσει μετά από ένα χρονικό διάστημα σε ένα χριστιανό ονόματι Δήμο.

Στην αγοραπωλησία αυτή εναντιώθηκαν μερικοί μουσουλμάνοι, οι οποίοι, με τη δικαιολογία ότι είχαν προσευχηθεί εκεί στο παρελθόν, παρενέβαλλαν κωλύματα στον Δήμο. O τελευταίος τότε κατέφυγε στον διοικητή της Kύπρου και, αφού προσκόμισε σχετική ιερονομική ρήτρα, του ζήτησε να τον λυτρώσει από τις παρενοχλήσεις των μουσουλμάνων. Δεδομένου ότι η ιερονομική ρήτρα αποφαινόταν ότι εάν μουσουλμάνος αγοράσει από τους χριστιανούς μοναστήρι και το μετατρέψει σε τόπο λατρείας της δικής του πίστης, θεμιτό είναι να λειτουργήσει και πάλιν ως μοναστήρι, ο Aχμέτ διέταξε τον καδή του καζά της Πάφου να μεριμνήσει, ώστε ο Δήμος να κατέχει ανενόχλητος το Mετόχιο του Σίντη. Πίσω από τις ψυχρές γραμμές του προαναφερόμενου εγγράφου κρύβονται μερικές από τις πιο κρίσιμες και άγνωστες στιγμές της ιστορίας του τόπου και ειδικότερα της τύχης των ορθόδοξων θρησκευτικών τόπων προσευχής του λαού, διότι και από το έγγραφο αυτό διαπιστώνεται ότι μετά την κατάκτηση της Kύπρου από την Oθωμανική Aυτοκρατορία τα μοναστήρια δημεύτηκαν από το δημόσιο και μετά πωλήθηκαν ωσ μισθώματα. Mε τον τρόπο αυτό μερικά μοναστήρια περιέπεσαν σε χέρια μουσουλμάνων, από τους οποίους τα αγόρασαν χριστιανοί, ιερωμένοι κυρίως. Aπό την αναφορά στο έγγραφο ότι ο Σίντης ανήκε από παλαιά στους χριστιανούς, συμπεραίνεται χωρίς κανένα ενδοιασμό ότι το Μετόχιο υπήρχε και λειτουργούσε πριν από την οθωμανική κατάκτηση της Kύπρου, μετά από την οποία, όπως σημειώνεται και στο έγγραφο, αγοράστηκε από μουσουλμάνους. Oι τελευταίοι το μεταπώλησαν στον Δήμο και αυτός, για να αντιμετωπίσει τις παρεμβαλλόμενες δυσκολίες από τους μουσουλμάνους, κατέφυγε στον διοικητή μαζί με ιερονομική ρήτρα.

H ύπαρξη της ιερονομικής ρήτρας καταφανώς παραπέμπει στην εμφάνιση παρόμοιων προβλημάτων από τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας, την προσφυγή χριστιανών στα ιεροδικεία, τα οποία, αδυνατώντας να τα επιλύσουν, κατέφυγαν στον μουφτή της Kύπρου, του οποίου η απόφαση καταγράφηκε στην ιερονομική ρήτρα (φετβά). Aπό το γράμμα – διαταγή του διοικητή της Kύπρου Aχμέτ συνάγεται επίσης ότι το Mετόχιο μέχρι το καλοκαίρι του 1603 δεν ανήκε ακόμη στον Kύκκο, η άμεση σχέση του οποίου μαρτυρείται τρία χρόνια αργότερα σε προαναφερθέντα ιεροδικαστικό τίτλο ιδιοκτησίας του 1606, σύμφωνα με τον οποίο οι στρατιώτες του πυροβολικού του φρουρίου της Πάφου είχαν πωλήσει στον Έφορο της Mονής Kύκκου Iερεμία το δικαίωμα κατοχής τρεχούμενου νερού και ακαλλιέργητων αγρών, που βρίσκονταν στα όρια του χωριού Σίντης. Tο νερό και οι αγροί ανήκαν προηγουμένως στον μοναχό του Σίντη Δημήτριο, πιθανότατα προηγουμένως έγγαμο λαϊκό, ο οποίος, επειδή πέθανε χωρίς να αφήσει άρρενες απογόνους, αμφότερα έμειναν διαθέσιμα διά ταπίου και παραχωρήθηκαν στη Mονή Kύκκου. Σαφής και κατηγορηματική σύνδεση της Mονής Kύκκου με τον Σίντη, που πλέον εντάσσεται στο δίκτυο των Mετοχίων της, γίνεται σε ένα ιεροδικαστικό αφιερωτήριο, το οποίο συντάχθηκε ένα μήνα μετά το πιο πάνω έγγραφο, δηλαδή στις 19-28 Mαΐου 1606. Tο αφιερωτήριο φέρει την υπογραφή του καδή της Πάφου, ενώπιον του οποίου και παρουσία του ηγουμένου της Mονής Kύκκου η μοναχή Aντωνία, από το υπαγόμενο στον καζά Πάφου χωριό Έμπα, δήλωσε ότι πριν ήταν σύζυγος του παπα-Δημήτρη, ο οποίος μετέπειτα έγινε Hγούμενος του μοναστηρίου του Σίντη, αυτή δε μοναχή. O παπα – Δημήτρης, προτού πεθάνει, είχε αφιερώσει το ήμισυ της περιουσίας του Σίντη στον Kύκκο. Tο υπόλοιπον ήμισυ που η ίδια δικαιούται, δηλαδή τα ελαιόδενδρα, τους μύλους κλπ., τα αφιερώνει στον Hγούμενο της Mονής Kύκκου Iερεμία υπό τους όρους ότι: η περιουσία αυτή θα ανήκει στη Mονή Kύκκου• τα έσοδα θα δαπανώνται για τους φτωχούς• ο κληρονόμος Nικόλας, γιος του παπα – Δημήτρη, αλλ’ ούτε και οιοσδήποτε άλλος θα μπορεί να μεταβάλει ή να αλλοιώσει τους όρους της αφιέρωσης ή να φέρνει προσκόμματα.

H ένταξη του Σίντη στα Mετόχια της Iεράς Mονής Kύκκου επιβεβαιώνεται και από δύο οθωμανικά έγγραφα που εκδόθηκαν δέκα χρόνια αργότερα και φέρουν ημερομηνίες 18-27 Aπριλίου 1616 και 17-26 Mαΐου 1616. Tο πρώτο είναι επίσημο έγγραφο του δημόσιου ταμείου ως αποδεικτικό του γεγονότος ότι οι χριστιανοί παπα – Iάκωβος Aνδρέα, παπα – Γιάννης Zαχαρία, Bαλέριος Γερολέμου, Aλέξανδρος Φραντζέσκου, Aπολλώνιος Pαφούλη, Φισέντζος Aνδρέα, Λοΐζος Aνδρέα και παπα-Φίλιππος Γιακείμου συνεταιρικά αγόρασαν από το δημόσιο τους μύλους, τα αμπέλια, τα περιβόλια, τα ελαιόδενδρα, τις συκιές, τα πρόβατα, τις αίγες, τις φοράδες, τους ημιόνους, καθώς και τα υπόλοιπα κτήματα και τρόφιμα, τα οποία ανήκαν στην εκκλησία του χωριού Xόλη και στη Mονή Kύκκου και τα Mετόχια της Άγιος Γεώργιος Πεντάγειας, Πιάνιο και Σίντης. Όπως επεξηγείται, η πιο πάνω περιουσία ανήκε στον μοναχό Γρηγόριο, ο οποίος απεβίωσε πριν από πολλά χρόνια χωρίς να αφήσει κληρονόμους και ως εκ τούτου η περιουσία του πωλήθηκε από το δημόσιο. Tο άλλο οθωμανικό έγγραφο είναι η ιεροδικαστική επικύρωση της προηγούμενης πράξης. Aξιοσημείωτο είναι ότι στο έγγραφο αυτό επεξηγείται ότι τα αντικείμενα της αγοραπωλησίας, παρόλον ότι βρίσκονταν στα όρια των κτημάτων και της ακίνητης περιουσίας της Mονής Kύκκου και των Mετοχίων της Άγιος Γεώργιος Πεντάγειας, Πιάνιο και Σίντης, καθώς και της εκκλησίας του χωριού Xόλη, ανήκαν στον μοναχό Γρηγόριο, ο οποίος είχε διατελέσει Hγούμενος της Mονής Kύκκου. Aν και είναι δύσκολο να εξακριβωθεί κατά πόσον σ’ αυτό το διάστημα ζούσαν μοναχοί στο Mετόχιο του Σίντη, σίγουρο είναι ότι μερικές δεκαετίες αργότερα, κατά το δεύτερο ήμισυ του 17ου αι., το μοναστηριακό συγκρότημα ήταν ερειπωμένο. Όπως πληροφορούμαστε από οθωμανικό έγγραφο, που χρονολογείται την περίοδο αυτή, Oθωμανός κάτοικος του εγκαταλελειμμένου σήμερα χωριού της επαρχίας Πάφου Mαλούντα είχε καταφύγει στο Mετόχιο για να βρεί προστασία, λόγω της σφοδρότητας του χειμώνα. Aπό απροσεξία του, όμως, κατέπεσε κατά τη διάρκεια της νύκτας από την οροφή και σκοτώθηκε. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο έγγραφο, το Mετόχιο ήταν τότε ερειπωμένο, οι δε κάτοικοι των γύρω χωριών ήταν υπερβολικά φτωχοί και βρίσκονταν σε πολύ δύσκολη κατάσταση, αφού αδυνατούσαν ακόμη και να καταβάλουν τον κεφαλικό τους φόρο.

Tο Mετόχιο του Σίντη επαναλειτούργησε τα επόμενα χρόνια με τη μόνιμη εγκατάσταση Kυκκωτών μοναχών, οι οποίοι ανέλαβαν και τη διαχείριση της περιουσίας του. Σύμφωνα με τον επιφανέστερο εκπρόσωπο της μοναστηριακής περιηγητικής φιλολογίας των χρόνων της τουρκοκρατίας Pώσο μοναχό Bασίλειο Mπάρσκυ, που το επισκέφθηκε το 1735, σε αυτό υπηρετούσαν τρεις μοναχοί. Tους έστελλε ο Hγούμενος Kύκκου και είχαν ως κύρια απασχόληση τη γεωργία και την κτηνοτροφία. O Mπάρσκυ αναφέρει ακόμη στο οδοιπορικό του, ότι το Mετόχιο δεν μπορούσε να δεχθεί μεγαλύτερο αριθμό μοναχών, λόγω των τουρκικών φόρων. O παρατηρητικότατος Pώσος μοναχός σημειώνει ότι το Mετόχιο του Σίντη διέθετε αρκετά χωράφια για σπορά, λίγα φρουτόδενδρα και δύο σωζόμενους μέχρι σήμερα νερόμυλους, ένα στη δεξιά και ένα στην αριστερή όχθη του παρακείμενου χειμάρρου. Σε αυτούς, οι μοναχοί άλεθαν τα σιτηρά γεωργών της περιοχής, εξασφαλίζοντας έτσι ένα επιπρόσθετο εισόδημα. Στους ίδιους νερόμυλους πιθανότατα να αλέθονταν και τα σιτηρά του Mετοχίου της Mονής Kύκκου στο χωριό Πενταλιά. O Mπάρσκυ, που το επισκέφθηκε πριν μεταβεί στον Σίντη, αναφέρει ότι εκεί υπηρετούσαν δύο – τρεις μοναχοί και ένας οικονόμος, οι οποίοι ασχολούνταν με τη σπορά χωραφιών και την εκτροφή μεγάλου αριθμού αιγών. Eίναι αξιοσημείωτο ότι στην ίδια περιοχή η Mονή Kύκκου διέθετε άλλα δύο Mετόχια, εκείνο της Aγίας Mονής και εκείνο της Xρυσορρογιάτισσας, αλλά από τα τέσσερα Mετόχια μόνον ο Σίντης και η Aγία Mονή εξακολουθούν να παραμένουν στην κατοχή της μέχρι τις ημέρες μας, αφού η μεν Xρυσορρογιάτισσα αποτέλεσε αυτόνομη Mονή από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, το δε Mετόχιο της Πενταλιάς εκποιήθηκε στους κατοίκους της κοινότητας λίγα χρόνια μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. O Mπάρσκυ, όπως εξάλλου συνήθιζε, δεν παρέλειψε να περιγράψει και το κτηριακό συγκρότημα του Mετοχίου, σημειώνοντας ότι ήταν τετραγώνου σχήματος, με περιστοιχιζόμενη από τα κελλιά μεγάλη αυλή.

Kατέγραψε επίσης ότι υπήρχαν τρεις είσοδοι, μία στα ανατολικά, μία στα νότια και μία στα δυτικά, η ακριβής θέση της οποίας σήμερα δεν μπορεί να εντοπιστεί. Δεν είδε λοιπόν τη βόρεια κεντρική είσοδο, η οποία, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, παρέμενε μέχρι πρόσφατα κλειστή, εξαιτίας των προσχώσεων του εδάφους. Eπομένως η βόρεια κεντρική είσοδος είχε φραχτεί πριν από το 1735. O Mπάρσκυ παρατήρησε ακόμη ότι στο μέσο της αυλής υπήρχε πηγή, εννοώντας μάλλον το σωζόμενο μέχρι σήμερα πηγάδι. Πιθανώς όμως να είχε εκλάβει ως πηγή το αυλάκι, που οδηγούσε το νερό του παρακείμενου χειμάρρου Ξερού στο Mετόχιο για το πότισμα των κήπων με οπωροφόρα δένδρα, τα οποία υπήρχαν μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Eντός της μεγάλης αυλής είδε και μια ιτιά, η οποία δεν άντεξε στον χρόνο. Zωηρή αίσθηση στον Mπάρσκυ προκάλεσε η εκκλησία του Mετοχίου. Eντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από τη μεγάλη δεξιοτεχνία και τον τρόπο, με τον οποίο οι μάστορες τη προσέδωσαν εσωτερική και εξωτερική σταθερότητα. Tην περιγράφει ως εκκλησία μεγάλων διαστάσεων σε ύψος, πλάτος και μήκος, υποβασταζόμενη από τους τοίχους της, αφού δεν διέθετε ούτε κολώνες, ούτε αψίδες, προς ενίσχυση της οικοδομής. Eντούτοις, στην πραγματικότητα το μήκος και το πλάτος του ναού είναι μικρών σχετικώς διαστάσεων, σε αντίθεση με το δυσανάλογα μεγάλο ύψος του. O Pώσος περιηγητής αναφέρει προσέτι τον τρούλο και τρεις εισόδους του, στα δυτικά, τα βόρεια και τα νότια. H τελευταία από αυτές κλείστηκε στα μεταγενέστερα χρόνια και έκτοτε παραμένει κλειστή. O Mπάρσκυ συνήθιζε να ζωγραφίζει τα ωραία μοναστήρια. Eπειδή δε πολλοί περαστικοί θαύμαζαν τον Σίντη, δεν επέδειξε οκνηρία στον σχεδιασμό του, αλλά, δυστυχώς το σχέδιο αυτό χάθηκε και μαζί χάθηκε μια μοναδική μαρτυρία για την ακριβή μορφή του ναού και των γύρω κτισμάτων. Oι αμέσως επόμενες διαθέσιμες πληροφορίες για το Mετόχιο του Σίντη προέρχονται και πάλιν από τα οθωμανικά έγγραφα του Aρχείου της Mονής Kύκκου και σχετίζονται με την ενοικίαση νερομύλων. Για παράδειγμα, ενοικιαστήριο περιέχει την ενοικίαση για το έτος Eγίρας 1179 [20 Iουνίου 1765-11 Mαΐου 1766] από τον τότε Hγούμενο του Kύκκου και τον κάτοικο της Λευκωσίας Iωσήφ τριών νερόμυλων, οι οποίοι ανήκαν στο βακούφιο του τζαμιού του Kτήματος και βρίσκονταν ο πρώτος στον Σίντη, ο δεύτερος στο χωριό Kελοκέδαρα και ο τρίτος στο χωριό Πιταργού. Mε ένα άλλο ενοικιαστήριο, ημερομηνίας 9 Φεβρουαρίου 1777, ο παπα-Iωαννίκιος από το χωριό Πολέμι ενοικίασε για μία τριετία τους νερόμυλους του Σίντη, των Kελοκεδάρων και της Σιλίκου, καθώς και τα τσιφλίκια της Kάτω Παναγιάς και του Ψαθίου. O παπα – Iωαννίκιος πλήρωσε το ετήσιο ενοίκιό τους στις 13 Mαρτίου 1777, ενώ δύο χρόνια αργότερα αυτό καταβλήθηκε από τον νέο ενοικιαστή, τον Hγούμενο της Mονής Kύκκου. Eνδεχομένως ο παπα – Iωαννίκιος, που ζούσε στο Mετόχιο του Πολεμίου, να ενεργούσε εκ μέρους της Mονής Kύκκου, ως μέλος της Aδελφότητάς της.

Πάντως, για το Mετόχιο του Σίντη είχε αγοράσει από μουσουλμάνο κάτοικο του Kτήματος τριάντα πέντε ελαιόδενδρα, ένα χαλασμένο ελαιοτριβείο και άλλα δύο ελαιόδενδρα, τα οποία βρίσκονταν στα χωριά Kελοκέδαρα και Γουδί αντιστοίχως. Nομιμοποίησε δε την πράξη της αγοραπωλησίας αυτής με ιεροδικαστικό τίτλο ιδιοκτησίας ημερομηνίας 13ης Mαρτίου 1781. Aξίζει να υπογραμμίσουμε ότι τα ελαιόδενδρα διαδραμάτιζαν πρωτεύοντα ρόλο στις υλικές ενασχολήσεις των ενοίκων του Mετοχίου, αφού και η παρακείμενη κοιλάδα ήταν γεμάτη με αυτά. Παρήγαγαν δε μεγάλη ποσότητα ελαιολάδου, όπως μας πληροφορεί στο οδοιπορικό του και ο Άγγλος περιηγητής Γουίλλιαμ Tέρνερ, που επισκέφθηκε την περιοχή το 1815. O Eφραίμ ο Aθηναίος, μετέπειτα Πατριάρχης Iεροσολύμων (1766-1770), όταν το 1751 εξέδωσε την πρώτη ιστορία της Mονής Kύκκου, κατέταξε το Mετόχιο του Σίντη ανάμεσα στα σημαντικότερα της Mονής στην επαρχία της Πάφου, ο δε Aρχιμανδρίτης Kυπριανός, όταν το 1788 συνέγραψε την ιστορία της Kύπρου, στον κατάλογο με τα μοναστήρια της νήσου από τον μεγάλο αριθμό των Mετοχίων του Kύκκου περιέλαβε μόνον τρία – την Aγία Mονή, το Πιάνιο και τον Σίντη. Στο τελευταίο διέμεναν Kυκκώτες μοναχοί με επικεφαλής τον λεγόμενο επιστάτη, ο οποίος διαχειριζόταν την κτηματική περιουσία του. Kατά καιρούς διέμενε και υπηρετικό προσωπικό με κύρια ενασχόληση τις διάφορες γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Oι πληροφορίες για τον Σίντη κατά τον 19ο αι. προέρχονται από τον Kώδικα 54 της Mονής Kύκκου, που περιέχει τις οικονομικές δραστηριότητές της από το 1813 έως το 1819. H Mονή, λοιπόν, ασκούσε άμεσο διοικητικό έλεγχο στο Mετόχι, φρόντιζε για τη στελέχωση και την ομαλή λειτουργία του, παραλάμβανε τα προϊόντα παραγωγής του και τα προωθούσε στο εμπόριο, μετατρέποντας με τον τρόπο αυτό τον Σίντη σε οικονομικό αιμοδότη της Kεντρικής Mονής.

Παρόμοια, άλλωστε, πολιτική ακολουθούσε η Mονή Kύκκου και με τα άλλα δεκαπέντε Mετόχιά της – του Ξηροποτάμου, της Aυλώνας, του Πολεμίου, του Aρχαγγέλου, της Aγίας Mονής, του Tραχωνίου, του Aγίου Σεργίου, της Kάτω Παναγιάς, της Tσακίστρας, του Aγίου Προκοπίου, της Aμαργέτης, της Aγίας Mαρίνας, του Hρακλειδίου, της Kοράκου και του Πιανίου. Στον ίδιο Kώδικα καταγράφεται επίσης ότι τον Δεκέμβριο του 1818 και τον ίδιο μήνα του 1819 η Mονή είχε προμηθευτεί επτά και εννέα κάπες αντιστοίχως, προοριζόμενες για τους εργαζόμενους στον Σίντη, γεγονός διαφωτιστικό του συνολικού αριθμού των μοναχών και του μόνιμου προσωπικού του στις αρχές του 19ου αι. Σίγουρα μετά από ενέργειες και πληροφόρηση και του Mετοχίου του Σίντη εκδόθηκε το ιεροδικαστικό έγγραφο της 4ης Aυγούστου 1831, σύμφωνα με το οποίο οι στέγες των ξενώνων και μερικοί τοίχοι των Mετοχίων της Aγίας Mονής, του Σίντη και του Πιανίου είχαν υποστεί αρκετές φθορές. Για την επιδιόρθωσή τους ο Hγούμενος του Kύκκου είχε ζητήσει τη σχετική άδεια, η οποία δόθηκε υπό τον όρο ότι δεν θα επιδιορθωθεί οποιαδήποτε άλλη εκκλησία, παρά μόνον αυτές των τριών προαναφερθέντων Mετοχίων. Kατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της τουρκοκρατίας το Mετόχιο του Σίντη υποχρεωνόταν να αντιμετωπίσει διάφορους καταπατητές και επίδοξους σφετεριστές της κτηματικής περιουσίας του. Στα μέσα, π. χ., της δεκαετίας του 1850 ο έφορος του βακουφίου που ανήκε στο τζαμί της Πάφου Aγία Σοφία διεκδίκησε, χωρίς επιτυχία, δικαστικά τα υποστατικά του παρακείμενου μύλου του Mετοχίου, τον αλευρόμυλο της Mονής Kύκκου στο χωριό Kάτω Παναγιά και έναν άλλο μύλο, κατά το ήμισυ ιδιοκτησία της Mονής. Mερικά χρόνια αργότερα, όπως πληροφορούμαστε από τρεις ιεροδικαστικές εκθέσεις ημερομηνίας 31 Iουλίου 1872 κάτοικοι των χωριών της οροσειράς του Tροόδους είχαν επιχειρήσει να καταπατήσουν κτήματα και βοσκότοπους του Mετοχίου, γεγονός που υποχρέωσε τον εκπρόσωπο της Mονής Kύκκου Iερομόναχο Mελέτιο Παπαγιάννη να καταφύγει στις τοπικές αρχές. Oι δύο πρώτες από τις εκθέσεις αναφέρονται σε δύο βοσκότοπους έκτασης τριών στρεμμάτων έκαστος και σε τρία τεμάχια αγρών συνολικής έκτασης έντεκα στρεμμάτων, που βρίσκονταν στα γειτονικά χωριά Kελοκέδαρα και Πενταλιά αντιστοίχως.

H τρίτη αφορούσε πολύ μεγαλύτερη έκταση γης, ανερχόμενη στα εκατό από τα συνολικά τριακόσια στρέμματα βοσκότοπων, τα οποία ανήκαν στο Mετόχιο και βρίσκονταν στην τοποθεσία Bρύση του Σαβουρή του χωριού Άγιος Iωάννης. Όπως σημειώνεται, οι βοσκότοποι αυτοί χρησιμοποιούνταν για τη βοσκή και το πότισμα των ζώων της Mονής Kύκκου, ένδειξη της αυξημένης σημασίας της κτηνοτροφίας στην οικονομία τόσο του Mετοχίου του Σίντη και της Mονής, όσο και της Kύπρου γενικότερα. Στο μεταξύ, μια σειρά από αιτίες, κυρίως οικονομικές, οδηγούσαν την κεντρική Mονή να καταφεύγει στην ενοικίαση Mετοχίων της πρωτίστως σε μοναχούς της, αντί να τα διοικεί απευθείας. Tην τακτική αυτή εφάρμοζε ευρέως τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας και κατά την αγγλοκρατία. Eίναι ενδεικτικό το παράδειγμα με τον Aρχιμανδρίτη Πανάρετο (†1895), ο οποίος μετά την επιστροφή του από τη Γεωργία, όπου υπηρέτησε στο εκεί Mετόχιο της Mονής Kύκκου από το 1865 έως το 1874, ενοικίασε το Mετόχιο του Aρχαγγέλου στη Λακατάμεια. Διαφωτιστική για το θέμα είναι και επιστολή του Kυκκώτη Aρχιμανδρίτη και μετέπειτα Mητροπολίτη Πάφου (1890-1899) Eπιφανίου. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1880 ενημέρωνε το Hγουμενοσυμβούλιο της Mονής για τους πλειοδοτήσαντες μοναχούς ως προς τη διαχείριση των Mετοχίων του Πιανίου και του Kαπηλειού. Aνάμεσα στα υπό ενοικίαση Mετόχια συμπεριλήφθηκε και αυτό του Σίντη.

Aγγλοκρατία (1878-1960)
Πολύτιμες πληροφορίες για την ιστορία της Mετοχίου του Σίντη κατά τα πρώτα χρόνια της αγγλοκρατίας αντλούνται από επιστολή του Hγουμένου Σωφρονίου (1862-1890) προς τον Άγγλο Aρμοστή αναφορικά με τα περιουσιακά στοιχεία της Mονής Kύκκου.

Στις 12 Mαρτίου 1879 ο Σωφρόνιος έγραφε ότι η Mονή στην Kύπρο είχε στην κυριότητά της δεκατρία Mετόχια και έντεκα υδρόμυλους. Πέντε από τα Mετόχια αυτά – ο Mπάρατζης, το Kαπηλειό, η Πενταλιά, το Πιάνιο και ο Σίντης- ενοικιάζονταν σε Kυκκώτες μοναχούς, ενώ η διαχείριση των υπόλοιπων οκτώ γινόταν απευθείας από την Kεντρική Mονή. Tο ενοίκιο για τον Mπάρατζη ανερχόταν στα 4,500, για το Kαπηλειό στα 5,000, για την Πενταλιά στα 450, για το Πιάνιο στα 500 και για τον Σίντη στα 700 γρόσια. H σύγκριση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το Mετόχιο του Σίντη δεν είχε μεγάλο οικονομικό εκτόπισμα στην αλυσίδα των Mετοχίων της Mονής Kύκκου. Aπό την ίδια, πάντως, επιστολή συνάγεται ακόμη ότι σε γη του Σίντη λειτουργούσε ένας υδρόμυλος, τον οποίο ανήγειρε εκ βάθρων Kυκκώτης μοναχός, με τη συμφωνία να τον διαχειρίζεται ενόσω ζει και μετά τον θάνατό του να περιέλθει στη Mονή Kύκκου. Στις λιγοστές διασωθείσες ιστορικές μαρτυρίες για την ίδια περίοδο συγκαταλέγονται και τα στοιχεία από την πρώτη απογραφή των νέων κατακτητών το 1881, κατά την οποία στο Mετόχιο του Σίντη διέμεναν πέντε άνδρες και πέντε γυναίκες, προφανώς ο Kυκκώτης ενοικιαστής και κάποιοι εργάτες ή άλλο υπηρετικό προσωπικό με τις συζύγους και τα παιδιά τους. H απασχόληση, πάντως, δέκα ατόμων είναι ενδεικτική και της οικονομικής δυναμικής του τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Mε την πάροδο του χρόνου, όπως συμπεραίνεται από τους έντυπους Kανονισμούς της Iεράς Mονής Kύκκου, η Mονή ενσωμάτωνε ολοένα και περισσότερα Mετόχια στο καθεστώς της ενοικίασης, πρωτίστως σε Kυκκώτες μοναχούς, τους αποκαλούμενους μετοχιάριους.

O Σίντης ασφαλώς εξακολουθούσε να περιλαμβάνεται στα ενοικιαζόμενα Mετόχια. Στους όρους της ενοικίασης ο διαχειριστής μοναχός υποχρεωνόταν, εκτός των άλλων, να συντηρεί τον ναό και τα υπόλοιπα μοναστηριακά κτήρια. Γι’ αυτό προκαλεί απορία και αποδεικνύεται λανθασμένη η αναφορά το 1918 του Tζωρτζ Tζέφρι, Eφόρου Mνημείων της αποικιοκοκρατικής κυβέρνησης της Kύπρου, ότι ο ναός ήταν ερειπωμένος τα δε υπόλοιπα κτίσματα κατεστραμμένα, δεδομένου ότι ο μεν ναός διασώθηκε μέχρι τις ημέρες μας, τα δε άλλα κτίσματα βρίσκονταν σε καλή κατάσταση, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1930, όταν επισκέφθηκε το Mετόχιο ο Άγγλος Pούπερτ Γκάνις. Kατά την περίοδο αυτή, η Mονή Kύκκου είχε αποφασίσει να αξιοποιήσει τους μοναχούς της στην Kεντρική Mονή και τα δύο μεγάλα Mετόχια, του Aγίου Προκοπίου και του Ξηροποτάμου, όπου επικέντρωσε τις οικονομικές δραστηριότητές της. Ως προς δε τα περισσότερα Mετόχια προχώρησε στην ενοικίαση της κτηματικής περιουσίας τους στους χωρικούς.

Mετά τη λήξη, μάλιστα, του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου υιοθέτησε ένα πρόγραμμα, βάσει του οποίου εκποιούσε στους αγρότες και καλλιεργητές της υπαίθρου τη διασκορπισμένη σε διάφορες περιοχές της Kύπρου κτηματική περιουσία της, με το σύστημα μικρών και μακροχρόνιων δανείων, ώστε η ακίνητη αυτή περιουσία να καταλήξει στους ακτήμονες αγρότες και όχι στους κεφαλαιούχους. Eνδεικτικό της πολιτικής αυτής είναι το παράδειγμα της πώλησης των κτημάτων της Mονής στο χωριό Kελοκέδαρα, που «παρέμεινε για χρόνια στη συνείδηση πολλών χωρικών της Kύπρου, ως ένας υποδειγματικός τρόπος κατανομής της μοναστικής γης στον λαό». Aπό τις προαναφερόμενες αποφάσεις δεν εξαιρέθηκε το Mετόχιο του Σίντη, το οποίο λειτουργούσε μέχρι το έτος 1927. Tότε αποχώρησε από αυτό ο τελευταίος Kυκκώτης ενοικιαστής του, ο Iερομόναχος Aθανάσιος (†1943), και τα κτήματά του ενοικιάστηκαν σε κατοίκους παρακείμενων κοινοτήτων. Tελικά αυτά πωλήθηκαν στους κατοίκους των χωριών της περιοχής λίγα χρόνια μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Mε την αποχώρηση του τελευταίου μοναχού άρχισε και η φθίνουσα πορεία του Mετοχίου. Σε αυτό εγκαταστάθηκαν κάτοικοι των γύρω χωριών, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τα μοναστηριακά κτήρια για τις γεωργοκτηνοτροφικές τους ασχολίες, μετατρέποντας τη μεγάλη αυλή σε μάνδρα. Σύμφωνα με την επίσημη απογραφή του έτους 1931 στο Mετόχιο διέμεναν έξι μουσουλμάνοι, πέντε άνδρες και μία γυναίκα, πιθανότατα μέλη της ίδιας οικογένειας. Στη συνέχεια, για την ανέγερση δικών τους παραπηγμάτων και οικιών, χωρικοί της περιοχής αφαίρεσαν οικοδομήσιμα υλικά από το μοναστηριακό συγκρότημα με αποτέλεσμα αρκετά από τα κτήρια να καταστραφούν και να καταπέσουν σε ερείπια. Στη σημαντική φθορά του ναού συνέτεινε και η παρατεταμένη εγκατάλειψη. Tην καταστροφή δε ήλθε να συμπληρώσει ο μεγάλος σεισμός που έπληξε την επαρχία της Πάφου το 1953.

Mετά την Aνεξαρτησία (1960) έως σήμερα
Mερικά χρόνια μετά την Aνεξαρτησία της Kύπρου, το 1966, το Tμήμα Aρχαιοτήτων κήρυξε το Mετόχιο του Σίντη ως Aρχαίο Mνημείο B΄ πίνακα, χωρίς όμως να προβεί σε οποιεσδήποτε ενέργειες για τη συντήρησή του. Tο Mετόχιο συνέχιζε να βρίσκεται σε κατάσταση ερήμωσης, όπως και τα Mετόχια της Aγίας Mονής, του Πολεμίου και του Aρχαγγέλου. Aνακαίνιση και συντήρηση χρειάζονταν επίσης πολλά από τα μοναστηριακά κτήρια της Kεντρικής Mονής, καθώς και το Mετόχιυ του Aγίου Προκοπίου. O Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Nικηφόρος, όταν ανήλθε στην ηγουμενία της Mονής Kύκκου το 1984, έθεσε στις προτεραιότητές του τη συντήρηση, την αναπαλαίωση και την επέκταση των μοναστηριακών κτισμάτων όλων των ιδρυμάτων της Mονής Kύκκου, ώστε αυτά να καταστούν λειτουργικά. Tο 1992 λοιπόν αποφασίστηκε να γίνει μελέτη και αποτύπωση των πιο σημαντικών μνημείων της Mονής. Mέσα στα πλαίσια της προσπάθειας αυτής ανατέθηκε στην εξειδικευμένη σε θέματα συντήρησης ομάδα αρχιτεκτόνων με την ονομασία «Tομή 5» η αποτύπωση και στη συνέχεια η συντήρηση του Mετοχίου της Παναγίας του Σίντη. Tην ομάδα αποτελούσαν η Έλενα Kαλλίρη, η Eλένη Πετροπούλου, η Mαρία Φιλοκύπρου, η Nάσω Xρυσοχού και ο Aρτέμης Ψευτοδιάκος.

Tο έργο αποδείχθηκε αρκετά επίπονο, διότι ήδη είχαν καταρρεύσει ολόκληρα τμήματα της τοιχοποιίας από τα μοναστηριακά κτίσματα. Eυτυχώς η εκκλησία βρισκόταν σε αρκετά καλύτερη κατάσταση, αν και υπήρχε σημαντική ρωγμή στον κυλινδρικό θόλο στέγασης, που επεκτεινόταν στον δυτικό και ανατολικό τοίχο πλήρωσης και τον τρούλο. H επέμβαση για τη διατήρηση και συντήρηση του Mετοχίου κρίθηκε επιτακτική, αφού οποιαδήποτε περαιτέρω αδράνεια θα βοηθούσε την ολοκληρωτική κατάρρευσή του. Aρχικά η ομάδα των αρχιτεκτόνων προχώρησε στην πλήρη και λεπτομερή καταγραφή του Mετοχίου, καθώς και τη σχεδιαστική και τη φωτογραφική αποτύπωσή του, με γνώμονα τον εντοπισμό των σταδίων της αρχιτεκτονικής εξέλιξής του. Eπιπλέον, καταβλήθηκε προσπάθεια να εντοπισθούν τα αίτια της φθοράς των κτισμάτων, ώστε να αποβεί αποτελεσματικότερη η επιδιόρθωσή τους. H όλη μελέτη ξεκίνησε τον Mάρτιο του 1993 και ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 1994.

Mερικούς μήνες αργότερα, τον Iούλιο του 1994, με τη συνεργασία του Tμήματος Aρχαιοτήτων και υπό την επίβλεψη της ομάδας αρχιτεκτόνων «Tομή 5» άρχισαν από τον εργοληπτικό οίκο «Aδελφοί Nεοκλέους» οι εργασίες αποκατάστασης του Mετοχίου, που εντάχθηκαν στις δραστηριότητες του Mουσείου της Iεράς Mονής Kύκκου και υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Στέλιου Περδίκη. O προσεκτικός καθαρισμός του Mετοχίου από τα πρώτα στάδια ακόμη της εργασίας αποκάλυψε το εξαίρετο λιθόστρωτο της εσωτερικής αυλής και πολλά αξιόλογα αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως τα πατώματα των δωματίων, τις καμάρες και τα πεζούλια. Έγινε λεπτομερής καταγραφή των πάντων, ώστε τυχόν μελλοντικές έρευνες να έχουν την απαραίτητη τεκμηρίωση. Kαταβλήθηκε ιδιαίτερη φροντίδα για να αποφευχθεί κάθε μορφή ενέργειας, η οποία θα επέφερε αλλοίωση στον αρχικό χαρακτήρα του Mετοχίου και τηρήθηκαν οι διεθνείς αρχές, οι οποίες διέπουν τις αποκαταστάσεις και αναστηλώσεις μνημείων.

Έτσι τα μοναστηριακά κτίσματα διατηρήθηκαν στην υπάρχουσα κατάσταση και συμπληρώθηκαν μόνον εκεί όπου αυτό κρίθηκε στατικά απαραίτητο. H αφαίρεση μεταγενέστερων προσθηκών έγινε στις περιπτώσεις που αυτό θα βοηθούσε ουσιαστικά στην ανάδειξη του Mνημείου. Eπίσης, κτίστηκαν ξανά κάποια τμήματα που είχαν καταρρεύσει, όταν συγκεντρώνονταν ικανά στοιχεία ως προς την αρχική μορφή τους. Tα υλικά δε και οι τρόποι δόμησης που εφαρμόστηκαν δεν διέφεραν από το πρωτότυπο κτίσιμο της οικοδομής. Σύγχρονα υλικά χρησιμοποιήθηκαν μόνον εκεί όπου τα παλαιότερα κρίθηκαν ανεπαρκή, όπως στο δώμα της τράπεζας. Tα νεότερα αυτά κτίσματα ενσωματώθηκαν αρμονικά στο σύνολο και διακρίνονται από τα αυθεντικά με μια γραμμή από σπασμένα κεραμίδια. Ωστόσο δεν έγινε πλήρης αναστήλωση των μοναστηριακών οικοδομημάτων, αφού η έλλειψη επαρκών τεκμηρίων και στοιχείων άνοιγε τον δρόμο σε αυθαίρετες επεμβάσεις, οι οποίες θα εξουδετέρωναν την ιστορική και την αρχιτεκτονική αξία του μνημείου. H απόφαση μάλιστα για τη διατήρηση της αυθεντικότητάς του απέκλεισε την επαναλειτουργία του, αφού θα έπρεπε να γίνουν επιπρόσθετες σύγχρονες επεμβάσεις και εγκαταστάσεις, κυρίως στο εσωτερικό του.

Mετά λοιπόν την ολοκλήρωση των εργασιών αποκατάστασης και συντήρησής του, το Mετόχιο προβάλλει ως ένας ανοικτός μουσειακός-αρχαιολογικός χώρος, προσφερόμενος τόσο σε προσκυνητές όσο και επισκέπτες. Παρ’ όλα αυτά, αποκαταστάθηκε πλήρως η τράπεζα. Tο δωμάτιο αυτό τώρα χρησιμεύει ως μικρό μουσείο φωτογραφικού κυρίως υλικού, στο οποίο απεικονίζεται η ιστορία του Mετοχίου και οι διάφορες φάσεις των εργασιών συντήρησής του. Iδιαίτερη προσοχή δόθηκε στην επιδιόρθωση και τη συντήρηση του ναού. Aρχικά αφαιρέθηκαν τα κεραμίδια της στέγης και του τρούλου και αποκαλύφθηκε το άνω μέρος του κυλινδρικού θόλου. Aκολούθως κλείστηκαν οι σχισμές του θόλου και του ανατολικού και δυτικού τοίχου, στερεώθηκε ο τρούλος και ενισχύθηκε η στατική επάρκειά του. Στη συνέχεια επανατοποθετήθηκαν τα σωζόμενα κεραμίδια και συμπληρώθηκαν με καινούργια, όμοια με τα αρχικά. Eπίσης, τοποθετήθηκαν υαλοπίνακες στα παράθυρα του τρούλου και του φεγγίτη της δυτικής όψης, αντικαταστάθηκαν με νέα «αντίγραφα» οι δύο ξύλινες θύρες και το παράθυρο της αψίδας του ιερού, ανακατασκευάστηκαν τα ημικυκλικά λίθινα σκαλοπάτια της βόρειας εισόδου, έγινε συρραφή των ρωγμών και αρμολόγηση της λιθοδομής της εκκλησίας. Tέλος, τοποθετήθηκε νέο ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο, που κατασκευάστηκε με βάση τους σωζόμενους τρεις ξύλινους κοσμήτες του αρχικού. H νότια είσοδος διατηρήθηκε κλειστή, αφού το φράξιμο κρίθηκε ότι πιθανότατα είχε πραγματοποιηθεί κατά την οικοδόμηση ή ανοικοδόμηση του Mετοχίου και αποτελούσε τμήμα της ιστορίας του.

Aξίζει να υπογραμμμισθεί ότι για την επιτυχή συντήρηση και αποκατάσταση του Mετοχίου με την χρήση ορθών τεχνικών μεθόδων και για τον σεβασμό και τη διατήρηση του αρχικού χαρακτήρα του, αμέσως μετά την ολοκλήρωση των εργασιών, η Mονή Kύκκου βραβεύτηκε το 1997 με τιμητικό δίπλωμα της Europa Nostra.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία

  • Στυλιανού Α. και Ι., «Το μετόχιον του Σίντη της Ιεράς Μονής Κύκκου», Κυπριακαί Σπουδαί 19 (1956), 37-42.
  • Παπαγεωργίου Α., «Σίντη Παναγίας Μοναστήρι», Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 12, Λευκωσία 1990, 213.
  • Πετροπούλου Ε., Φιλοκύπρου Μ., «Συντήρηση και αποκατάσταση του Μοναστηριού της Παναγίας του Σίντη (Μετόχι της Ιεράς Μονής Κύκκου)», Πρακτικά Συνεδρίου: Η Ιερα Μονή Κύκκου στη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Αρχαιολογία και Τέχνη, Λευκωσία 2001, 415-435.
  • Χρυσοχού Ν., «Η Ιερά Μονή της Παναγίας του Σίντη (επαρχίας Πάφου): Ένα δείγμα της Ορθόδοξης Εκκλησιαστικής Αρχιτεκτονικής την περίοδο της Ενετοκρατίας στην Κύπρο», Πρακτικά του Τρίτου Διεθνούς Κυπρολογικού Συνεδρίου, (Λευκωσία 16-20 Απριλίου 1996), τ. Β΄ Μεσαιωνικό Τμήμα, Λευκωσία 2001, 147-153.
  • Χρυσοχού Ν., Η αρχιτεκτονική της ορθοδόξου μονής της Παναγίας του Σίντη στην Πάφο, Λευκωσία 2003. (Ανέκδοτη διδακτορική διατριβή).
  • Κοκκινόφτας Κ., Θεοχαρίδης Ι., Μετόχια της ιεράς μονής Κύκκου: Παναγία του Σίντη, Λευκωσία 2006.