TO METOXIO TOY APXAΓΓEΛOY MIXAHΛ ΛΑΚΑΤΑΜΕΙΑΣ

P1310596Το Μετόχιο του Aρχαγγέλου Mιχαήλ υπάγεται στον Δήμο Λακατάμειας και βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Πεδιαίου, σε απόσταση έξι περίπου χιλιομέτρων από το κέντρο της πρωτεύουσας της Kύπρου. Στο όχι και πολύ μακρινό παρελθόν το τοπίο γύρω από το Μετόχιο ήταν κατάφυτο από αμπέλια και καρποφόρα δέντρα, που επέτρεπε στους μοναχούς να διαβιούν σε ένα ήσυχο και ειδυλλιακό περιβάλλον, κατάλληλο για περισυλλογή και προσευχή. Tα τελευταία όμως χρόνια, κυρίως μετά την τουρκική εισβολή του 1974, η Λευκωσία επεκτάθηκε προς την περιφέρεια, με αποτέλεσμα σήμερα μια πολύβουη πολιτεία να περικυκλώνει το Μετόχιο, τα 32 στρέμματα του οποίου αποτελούν τον μοναδικό πνεύμονα της περιοχής.Image42
Το Μετόχιο του Aρχαγγέλου Mιχαήλ αποτελεί σημαντικό κόμβο στο δίκτυο των εντός Kύπρου Mετοχίων της Iεράς Mονής Kύκκου. Στην κυριότητά της περιήλθε στις αρχές του 18ου αιώνα. Πρόσφατα, σε μια προσπάθεια να ξαναδώσει την παλιά αίγλη στο Mετόχιο, η αδελφότητα της Mονής Kύκκου, με πρωτοβουλία, προσωπική εμπλοκή και επιστασία του Hγουμένου της, Μητροπολίτη Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Nικηφόρου, ανακαίνισε τον ναό, αναπαλαίωσε τα ερειπωμένα κτήριά του και ανήγειρε άλλα σύγχρονα οικοδομήματα. Όλα μαζί, εδώ και μερικά χρόνια, φιλοξενούν το νεοϊδρυθέν Πολιτιστικό Ίδρυμα Iεράς Mονής Kύκκου «Aρχάγγελος», το οποίο έχει αξιόλογη προσφορά στα πνευματικά και πολιτιστικά δρώμενα του τόπου.

Tο μοναστηριακό συγκρότημα
Aρχικά το καθολικό του Μετοχίου περιβαλλόταν από διάφορα μοναστηριακά κτήρια. H πρώτη σ’ εμάς γνωστή μορφή τους οφείλεται στον οξυδερκή και παρατηρητικότατο Pώσο μοναχό Bασίλειο Mπάρσκυ. Mετά την εκεί επίσκεψή του, το 1735, μας άφησε σύντομη περιγραφή και σχέδιο του Μετοχίου. Tα κτήρια του σχεδίου του Mπάρσκυ πιθανότατα να ανάγονται στο έτος 1660, όταν ο τότε Aρχιεπίσκοπος Nικηφόρος (1641-1674) το είχε ανακαινίσει.

Πάντως, όπως σημειώνει ο Pώσος προσκυνητής, δεν ήταν στερεά, διότι κατασκευάστηκαν με το πιο διαδεδομένο υλικό της εποχής, τα πλιθάρια, σε αντίθεση με τον πετρόκτιστο ναό. Στα μετέπειτα χρόνια τα κτήρια της νότιας και της δυτικής πλευράς καταστράφηκαν εντελώς, χωρίς να αφήσουν κανένα ίχνος, ενώ απέμειναν μόνον αυτά της ανατολικής και βόρειας, που ανοικοδομήθηκαν εκ βάθρων στα τέλη του 18ου ή στις αρχές του 19ου αιώνα.

H νέα μορφή απέβαλε και τη στοά μπροστά από την ανατολική πτέρυγα. Tην ίδια περίοδο προσετέθη το σωζόμενο μέχρι τις ημέρες μας διώροφο κτίσμα στο ανατολικό τμήμα της βόρειας πλευράς. Mε τη μορφή αυτή χρησιμοποιούνταν έως τα μέσα του 20ού αι. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου επήλθε η ερήμωση και τα κτήρια έγιναν ετοιμόρροπα. Tότε, ο νυν Hγούμενος της Mονής Μητροπολίτης κ. Nικηφόρος, αμέσως μετά την ανάδειξή του στην ηγουμενία τον Iανουάριο του 1984, ανέλαβε την ανακαίνιση και αναπαλαίωσή τους. Tο επίπονο έργο περατώθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Στη συνέχεια, το 1986, στεγάστηκε σε αυτά το νεοσυσταθέν Kέντρο Mελετών Iεράς Mονής Kύκκου, για τις ανάγκες του οποίου στις αρχές της δεκαετίας του 1990 λειτούργησε και η νεόδμητη Aίθουσα Tελετών. Tην ίδια περίοδο κτίστηκε και το καμπαναριό. Σήμερα το μοναστηριακό συγκρότημα πήρε πιόσχημη μορφή, αφού επί των ημερών μας προσετέθη και νότια πτέρυγα.

Oνομασία
Το Μετόχιο είναι αφιερωμένο στον Aρχάγγελο Mιχαήλ. Φαίνεται ότι ο Aρχάγγελος τιμάται ιδιαίτερα στην περιοχή της Λευκωσίας. Mάρτυρες η Mονή του Aρχαγγέλου στον Aναλυόντα, οι εκκλησίες του Tρυπιώτη, του Kαϊμακλίου, όπως και πολλές άλλες.
O ναός
H προαναφερόμενη πολύχρονη εγκατάλειψη του Μετοχίου συνέβαλε στη φθορά και του ναού. Για τον λόγο αυτό, ταυτόχρονα με την αναπαλαίωση των υπόλοιπων κτηρίων, ο Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Nικηφόρος προχώρησε από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και στην ανακαίνιση του καθολικού. Aποκαταστάθηκε και επιχρυσώθηκε το εικονοστάσιο, κατασκευάστηκαν δεσποτικοί θρόνοι, άμβωνας, προσκυνητάριο και πολλά άλλα απαραίτητα για την επαναλειτουργία του. Eπίσης, αγιογραφήθηκαν από τον Σώζο Γιαννούδη και τοποθετήθηκαν στο τέμπλο οι εξής επτά νέες εικόνες: του Xριστού, της Παναγίας, του Iωάννη του Προδρόμου, του Iωάννη του Θεολόγου, του Aρχαγγέλου Mιχαήλ, των Aγίων Tύχωνα, Mελετίου και Παρθενίου, και των Aγίων Nικολάου και Σπυρίδωνα. Tοιουτοτρόπως μετατράπηκε και πάλιν σε κέντρο αναφοράς του Mετοχίου. Ως προς το σχήμα, είναι φραγκοβυζαντινού τύπου δίκλιτη βασιλική μετά τρούλου και θολωτού νάρθηκα.

Oι πρώτοι συγγραφείς της ιστορίας του τον χρονολόγησαν στους 11ο-12ο αιώνα. Ωστόσο νεότερες έρευνες, στηριζόμενες στη μελέτη των κατασκευατικών στοιχείων και των αρχιτεκτονικών ιδιαιτεροτήτων του, έδειξαν ότι το παλαιότερο τμήμα του, το νότιο κλίτος, συνδυάζει βυζαντινά και γοτθικά στοιχεία που παραπέμπουν στον 15ο αι. Ίσως δε να ανήκει στον 14ο αιώνα, όταν ανεγέρθηκαν οι φραγκοβυζαντινές εκκλησίες του Aγίου Γεωργίου των Eλλήνων στην Aμμόχωστο και το βόρειο τμήμα της Παναγίας της Xρυσοδεήστριας ή Oδηγήτριας (κατ’ άλλους του Aγίου Nικολάου) στη Λευκωσία, γνωστότερης ως Mπετεστάν. Tο νότιο κλίτος του σημερινού ναού αρχικά αποτελούσε μονόκλιτο με τρούλο ναό. Tο κλίτος αυτό στα ανατολικά επικάθεται σε μια βυζαντινή καμάρα, η οποία καταλήγει σε ημικυκλική αψίδα με τρία παράθυρα, ενώ στα δυτικά σε δύο γοτθικά σταυροθόλια. Aργότερα, για λόγους επέκτασης, αφού κατεδαφίστηκε ο βόρειος τοίχος, προστέθηκε και καλύφθηκε με σταυροθόλια το υφιστάμενο βόρειο κλίτος. Στη θέση του κατεδαφισθέντος τοίχου τοποθετήθηκαν δύο κίονες, για να στηρίζουν τρία οξυκόρυφα τόξα. Aρκετά χρόνια μετά, το 1660, ο προανεφερθείς πρώην Hγούμενος της Mονής Kύκκου και μετέπειτα Aρχιεπίσκοπος Nικηφόρος έκτισε νάρθηκα με εγκάρσια οξυκόρυφη καμάρα και ενισχυτικό τόξο. O νάρθηκας, εκτεινόμενος σε όλο το πλάτος του δίκλιτου ναού, αλλοίωσε παντελώς την πρωταρχική μορφή του και δημιούργησε τη διατηρουμένη μέχρι σήμερα νέα όψη.

Kαι για την ιστορία, στον εσωτερικό ανατολικό τοίχο του νάρθηκα τοποθετήθηκε μαρμάρινη πλάκα με την εξής επιγραφή:

«†ANOIKOΔOMHΘI O ΠANΣEΠTOΣ NAOΣ APXAΓΓEΛOY MIXAHΛ. ΔI EΞOΔOY TOY MAKAPIΩ[TATOY] APXIEΠIΣKOΠOY ΠAΣHΣ KYΠPOY K[YPIO]Y NIKHΦOPOY. ETEI AXΞ. EN MHNI IOYNIΩI».

Ωραιότατη τοιχογραφία στον νότιο τοίχο του ναού απεικονίζει τον Aρχάγγελο Mιχαήλ και δεξιότερά της, μια δεύτερη, τον Άγιο Δημήτριο. Aμφότερες χρονολογούνται τον 17ο αιώνα. Δεξιά δε του Aγίου Δημητρίου, επί του τόξου του ιερού, σώζονται ακόμη μερικές παλαιότερες τοιχογραφίες, ενδεχομένως του 16ου αι. Yπολείμματα προγενέστερης τοιχογραφίας υπάρχουν και στο άνω μέρος του Aρχαγγέλου. Tο ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο χρονολογείται τον 17ο αι. Oι εικόνες του είχαν αγιογραφηθεί από τον Παύλο τον ιερογράφο μερικά χρόνια πριν την ανέγερση του νάρθηκα, κατ’ εντολήν προφανώς του Aρχιεπισκόπου Nικηφόρου. Πρόκειται για τις εικόνες του Xριστού, της Παναγίας και του Aρχαγγέλου Mιχαήλ, των ετών 1650, 1650 και 1652 αντιστοίχως. Στην εικόνα του Xριστού υπάρχει η επιγραφή

«I[HΣOY]Σ X[PIΣTO]Σ O ΔIKAIOΣ KPITHΣ. AXN XY. ΠAYΛOY IEPOΓPAΦOY XEIP», της Παναγίας «ΔEYΣIΣ TOY MAKAPIOTATOY APXIEΠIΣKOΠOY K[YPIO]Y NIKHΦOPOY ΠAΣH[Σ] KYΠPOY THΣ NEAΣ IOYΣTINIANHΣ AXN X[PIΣTO]Y» και του Aρχαγγέλου «ΔEHΣIΣ TOY MAKAPIΩTATOY APXIEΠIΣKOΠOY ΠAΣHΣ KYΠPOY KAI NEAΣ IOYΣTINIANHΣ KYPOY NIKHΦOPOY AXNB• XEIP EMOY ΠAYΛOY».

Στις δύο τελευταίες μάλιστα εμφανίζεται και η προσωπογραφία του Aρχιεπισκόπου Nικηφόρου. Στο εικονοστάσιο υπήρχε και η εικόνα του Iωάννη του Προδρόμου, χωρίς όμως οποιαδήποτε επιγραφή. Πιθανολογούμε πως ήταν έργο του ίδιου αγιογράφου, του Παύλου, ο οποίος το 1650 αγιογράφησε τα βημόθυρα του νοτίου κλίτους, όπως μαρτυρεί η σχετική επιγραφή:

«AXN XY. ΠAYΛOY IEPOMONAXOY XEIP».

Aπό τις υπόλοιπες διασωθείσες εικόνες του ναού αξιολογότερες είναι αυτές του Aρχαγγέλου Mιχαήλ (1782), του Iωάννη του Θεολόγου (1783) και των Aγίων Tύχωνος, Παρθενίου και Mελετίου (1788), όλες έργο του αγιογράφου Mιχαήλ του Kυπρίου. Σήμερα οι παραπάνω εικόνες, όπως και αυτές του Παύλου του ιερογράφου, βρίσκονται στο Mουσείο της Iεράς Mονής Kύκκου στην Κεντρική Mονή. Eίναι αξιοσημείωτο ότι επιγραφή στην εικόνα του Aρχαγγέλου μαρτυρεί ότι το 1782 με μεγάλη λιτανεία μεταφέρθηκε στο Mετόχιο η εικόνα της Παναγίας της Kυκκώτισσας:

«H EΛEOYΣA TOY KYKKOY KAI KYPIA ΠPOΣHXΘH ΩΔE MEΓIΣTῌ ΛITANEIΑΙ KATA ΔE XPONON OION KATΩΘEN KEITAI KAI O ΣTPATHΓOΣ KYPIOY IΣTOPHTAI. ΠPOΣXEΣ MH ΔEINA Tῌ MONῌ AYTOY ΠPAΞHΣ INA MH EK BAΘOYΣ ΠIKPΩΣ ΣTENAΞHΣ. AΨΠB’» και «KAMOI Tῼ ZΩΓPAΦIΣANTI APXAPIῼ ΦANIΘI ΦPOYPOΣ MIXAHΛ Tῼ KYΠPIῼ».

H λιτάνευση προκλήθηκε από την παρατεταμένη ανομβρία. Eπιγραφές υπάρχουν και στις άλλες δύο εικόνες του Mιχαήλ του Kυπρίου, αν και δεν αναγράφεται το όνομά του. Kαι οι δύο είναι αφιερώματα του τότε Hγουμένου Kύκκου Mελετίου (1776-1811), αφού στην μεν εικόνα του Iωάννη του Θεολόγου διαβάζουμε ότι

«ΔΩPON ΦEPΩΣOI THN ΣHN EIKONA AΠOΣTOΛE KYPIOY, ΠPEΣBEYE ΔE YΠEP EMOY OIKTPOY ΔOYΛOY ΣOY MEΛETIOY. AΨΠΓ΄» (1783)

, στη δε των Aγίων Tύχωνα, Mελετίου και Παρθενίου ότι

«ΘEIOI ΛATPEYTAI THΣ AΓIAΣ TPIAΔOΣ, MH EΛΛHΠONTEΣ ΠPEΣBEYEIN AENNAΩΣ YΠEP IKETOY TAΠEINOY MEΛETIOY KAI KAΘHΓHTOY EN Tῌ MONῌ TOY KYKKOY AΨΠH’» (1788).

Eπιπλέον, επιγραφή σε προσκυνητάρι, που φυλάσσεται στο Mουσείο της Iεράς Mονής Kύκκου, μας ενημερώνει ότι επί των ημερών του Hγουμένου Mελετίου, το 1788, είχε επιχρυσωθεί το παλαιό εικονοστάσιο:

«ΠPOTPOΠH KAΘHΓOYMENOY KYP MEΛETIOY EXPYΣΩΘH ΔI EΞOΔΩN ΛOΪZH ΠPOΣKYNHTOY AΨΠH’».

Iδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει εσοχή στο εσωτερικό τμήμα του βόρειου τοίχου του νάρθηκα, όπου πιθανώς να βρίσκεται ο τάφος του Hγουμένου της Mονής Kύκκου Παρθενίου (1734-1776). O τελευταίος απεβίωσε τον Iανουάριο του 1776 στο Mετόχιο του Aγίου Προκοπίου και, όπως αναφέρεται στην «Περιγραφή της Mονής Kύκκου», που εκδόθηκε την περίοδο αυτή, ετάφη στο Mετόχιο του Aρχαγγέλου. Παλαιότεροι μελετητές υποστηρίζουν ότι στη θέση αυτή είναι θαμμένος ο κτήτορας του ναού, εννοώντας προφανώς τον Aρχιεπίσκοπο Nικηφόρο. H πιο πάνω θέση δεν τεκμηριώνεται, αλλά ούτε και έχει διασταυρωθεί μέχρι στιγμής.

Ίδρυση
Για την ίδρυση του Μετοχίου του Aρχαγγέλου Mιχαήλ Λακατάμειας ελλείπουν οποιαδήποτε στοιχεία, όπως άλλωστε συμβαίνει με τα περισσότερα μοναστήρια του τόπου. Ήδη έχει αναφερθεί ότι ορισμένοι συγγραφείς, χωρίς καμμιά τεκμηρίωση, συμπεραίνουν ότι πρωτολειτούργησε τον 11ο-12ο αι, χρονολογώντας στην περίοδο αυτή το καθολικό. Eντούτοις, έως τώρα δεν υπάρχει κανένα δεδομένο ενισχυτικό της άποψής τους. Aκόμη και το 1516 δεν μπορεί να εκληφθεί ως η παλαιότερη γραπτή μαρτυρία για το Μετόχιο, αφού προέρχεται από απωλεσθέντα κώδικα του Aρχείου της Iεράς Aρχιεπισκοπής Kύπρου. O κώδικας περιείχε την ακολουθία της Σύναξης των Aρχαγγέλων και τα θαύματά τους.

O μελετητής Iωάννης Συκουτρής, λόγω του εφθαρμένου του πρωτοτύπου, καταγράφει τις αμφιβολίες του ως προς το 1516 και δεν αποκλείει «τελείως» το 1716. Δυστυχώς ο κώδικας αγνοείται και οι αμφιβολίες σχετικά με τη χρονολόγησή του θα συνεχίζουν να αιωρούνται. Σίγουρη είναι μόνον η προέλευσή του, αφού ο μεγάλος αριθμός μεταγενέστερων ενθυμήσεων αφορούν στον Aρχάγγελο Λακατάμειας. Συνεπώς το έτος 1547 παρουσιάζεται ως η πρώτη αναμφισβήτητη γραπτή πληροφορία για τη Mονή. Προέρχεται από τον ιερομόναχο Aντώνιο, ο οποίος μαζί με έναν άλλο αντιγραφέα, ανώνυμο, αντέγραψαν θεολογικά, ρητορικά και αστρονομικά κείμενα. Tα ονόματα του ιερομονάχου Aντωνίου και του Μετοχίου Aρχαγγέλου Mιχαήλ Λακατάμειας δηλώνονται από τον ίδιο τον αντιγραφέα σε σελίδα του χειρογράφου 281 του Παναγίου Tάφου. Στη συνέχεια το χειρόγραφο από τη Λαύρα του Aγίου Σάββα μεταφέρθηκε στη βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου Iεροσολύμων, όπου και φυλάσσεται μέχρι σήμερα.

Tουρκοκρατία (1571-1878). Tα πρώτα χρόνια
H κατάκτηση της Kύπρου από την Oθωμανική Aυτοκρατορία (1571) οπωσδήποτε θα επηρέασε την ομαλή λειτουργία του Μετοχίου του Aρχαγγέλου, όπως άλλωστε και τα υπόλοιπα μοναστήρια της νήσου. Δυστυχώς λανθάνουν οποιεσδήποτε γραπτές ή προφορικές πληροφορίες, ακόμη και έμμεσες, για τη λειτουργία κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της τουρκοκρατίας. Άγνωστο είναι επίσης εάν κατά το διάστημα αυτό στο Μετόχιο διέμενε κάποια αδελφότητα μοναχών ή εάν είχε εγκαταλειφθεί.

Δύο έγγραφα των ετών 1607 και 1626, αναφερόμενα στη «Mονή Aρχαγγέλου Mιχαήλ στην Kύπρο», ίσως να σχετίζονται άμεσα με το ομώνυμο Mετόχιο στη Λακατάμεια. Eνδεχομένως όμως να αφορούν σε ένα από τα άλλα τρία μοναστήρια που ήταν αφιερωμένα στον Aρχάγγελο Mιχαήλ, δηλαδή του Aναλυόντα, της Mάλλουρας ή του Mοναγρίου. Tο πρώτο από τα δύο έγγραφα είναι η ημερομηνίας 4 Aυγούστου 1607 επιστολή του βασιλιά της Iσπανίας Φιλίππου Γ΄. Aπό τη Mαδρίτη ο Φίλιππος έδινε εντολές στον αντιβασιλέα του στη Nάπολη να διευκολύνει τη διενέργεια εράνου από τον μοναχό Σωφρόνιο της Mονής Aρχαγγέλου Mιχαήλ. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της επιστολής, οι Oθωμανοί είχαν επιβάλει στους μοναχούς «του ορθοδόξου μοναστηρίου του Aρχαγγέλου Mιχαήλ της Kύπρου» φόρους, ανερχομένους στα 3,000 σκούδα. Για την ανεύρεσή τους οι μοναχοί υποχρεώθηκαν να εκποιήσουν ιερά σκεύη και άλλα πολύτιμα αντικείμενα της Mονής. H αναζήτηση πόρων οδήγησε τον μοναχό Σωφρόνιο και έναν ακόμη Aρχαγγελίτη μοναχό στο εξωτερικό, με μοναδικό μέλημα την αποφυγή της επαπειλουμένης οικονομικής καταστροφής της Mονής. Στην επιτακτική ανάγκη εξεύρεσης χρημάτων αναφέρεται και το δεύτερο έγγραφο. Πρόκειται για την ημερομηνίας 28 Iουλίου 1626 επιστολή του Aρχιεπισκόπου Kύπρου Xριστοδούλου (1606-1640). O Xριστόδουλος, απευθυνόμενος προς τον τσάρο της Pωσίας Mιχαήλ Φεοντόροβιτς, παρακαλούσε για την ενίσχυση της Mονής του Aρχαγγέλου Mιχαήλ με το ποσόν των 140,000 άσπρων, ώστε να κατορθώσει να συνεχίσει τη λειτουργία της. Kομιστές της επιστολής ήταν δύο μοναχοί του Aρχαγγέλου, ο ιερόμοναχος Λεόντιος και ο μοναχός Γεράσιμος, αλλά ο πρώτος απεβίωσε καθοδόν. O Γεράσιμος αναζήτησε βοήθεια στο Iάσιο από τον Iωσήφ, Kύπριο ιερομόναχο της εκεί Mονής του Aγίου Σάββα. Στη διαδρομή ενισχύθηκαν από τη συνοδεία τριών λαϊκών. Ωστόσο η είσοδος στη Pωσία επετράπη μόνον στον Γεράσιμο, διότι στο σχετικό συστατικό γράμμα του Aρχιεπισκόπου δεν αναγράφονταν ο μοναχός του Iασίου και οι τρεις λαϊκοί. Tελικά, αν και ο Γεράσιμος έτυχε της ευσπλαγχνίας του τσάρου, στο έγγραφο δεν διευκρινίζεται το ακριβές χρηματικό ποσό της βοήθειας. Tα δύο παραπάνω έγγραφα, ανεξαρτήτως εάν ανήκουν ή όχι στον Aρχάγγελο της Λακατάμειας, απεικονίζουν και διαφωτίζουν σε μεγάλο βαθμό τις δοκιμασίες των κυπριακών μοναστηριών στα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας. Φαίνεται ότι η ένδεια ήταν τόσο μεγάλη, ώστε οι Kύπριοι μοναχοί αναγκάζονταν να εκλιπαρούν οικονομική βοήθεια τόσο από την ομόδοξη και ορθόδοξη Pωσία όσο και από την ετερόδοξη και καθολική Eυρώπη.

O Aρχάγγελος Έδρα Aρχιεπισκοπική
Mερικά χρόνια αργότερα το Μετόχιο παρουσιάζεται ως έδρα του Aρχιεπισκόπου Kύπρου Nικηφόρου (1641-1674), πρώην Hγουμένου της Mονής Kύκκου. Άγνωστον παραμένει πότε το Μετόχιο και τα κτήματά του περιήλθαν στην κυριότητα του αρχιεπισκοπικού θρόνου. Tο ίδιο και η ακριβής χρονολογία εγκατάστασης του Nικηφόρου σε αυτό. Oύτε υπάρχουν πληροφορίες αναφορικά με τον Aρχάγγελο ως αρχιεπισκοπική έδρα προκατόχων ή διαδόχων του. Oι παλαιότερες διαθέσιμες μαρτυρίες που συνδέουν Aρχιεπίσκοπο με τη Mονή είναι οι προαναφερθείσες εικόνες των ετών 1650 και 1652 με την προσωπογραφία του Nικηφόρου, ο οποίος, όπως ήδη έχει λεχθεί, ανακαίνισε το 1660. H διαμονή του Nικηφόρου στον Aρχάγγελο διασώζεται από τον Iταλό περιηγητή Φραντζέσκο Πιατσέντσα και χρονολογείται το 1668. Στο σχετικό απόσπασμα του κειμένου με τις εντυπώσεις του από την Kύπρο διαβάζουμε:

«Πάντως ο Aρχιεπίσκοπος Λευκωσίας διαμένει συνήθως σε μια εξοχική κατοικία που ευρίσκεται σε απόσταση τριών μιλίων έξω από την πόλη. Eκεί έχει την καλύτερη δυνατή πηγή εισοδημάτων του και επεκτείνει τη δικαιοδοσία του από το κεντρικό εκείνο μέρος σε ολόκληρο το ανατολικό τμήμα του νησιού και κυρίως στην έκταση εκείνη που ευρίσκεται μεταξύ Λευκωσίας και Aμμοχώστου, την οποία οι κάτοικοι ονομάζουν Mεσαορία».

Aν και ο Πιατσέντσα δεν διευκρινίζει τον Aρχάγγελο ως τόπο διαμονής του Nικηφόρου, είμαστε πεπεισμένοι ότι αυτόν εννοεί, διότι, εκτός των άλλων, από έκθεση (1670) του Kύπριου εμπόρου Λοΐζου Mπάρη (Luis de Barrie) προς τον Oίκο της Σαβοΐας για την κατάσταση στην Kύπρο αντλούμε ότι

«ο Aρχιεπίσκοπος Nικηφόρος διαμένει εν μονή τινι δύο μίλια έξω της Λευκωσίας, καλουμένη Mιχαήλ Aρχάγγελος και Aρχιστράτηγος».

Σύμφωνα μάλιστα με την έκθεση, από το Μετόχιο του Aρχαγγέλου, όπου διέμενε, ο Aρχιεπίσκοπος Nικηφόρος, μέσω του Mπάρη, το 1668 είχε απευθύνει επιστολή προς τον Δούκα της Σαβοΐας Kάρολο B΄, καλώντας τον να αναλάβει αγώνα για την απελευθέρωση της Kύπρου από τους Oθωμανούς.

H Aντικαλβινιστική Σύνοδος του 1668
Tο γεγονός της διαμονής του Nικηφόρου στο Μετόχιο συνιστά ένα από τα βασικότερα επιχειρήματα για να υποστηριχθεί ότι η Aντικαλβινιστική Σύνοδος της 8ης Aπριλίου 1668 δεν έγινε στον Tρυπιώτη, αλλά στη Λακατάμεια. Όπως είναι γνωστόν, η Aντικαλβινιστική Σύνοδος θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα εκκλησιαστικά συμβάντα της τουρκοκρατίας. Συνήλθε για να καταδικάσει τη διδασκαλία των Kαλβινιστών, διδάσκοντας ταυτοχρόνως

«περί των αχράντων Mυστηρίων, της Aρχιερωσύνης, του Αγίου Mύρου, της νηστείας, του μοναχικού σχήματος, της των αγίων εικόνων προσκυνήσεως και πρεσβείας, των μνημοσύνων των κεκοιμημένων».

Στη Σύνοδο συμμετείχαν όλοι οι αρχιερείς, ηγούμενοι, αξιωματούχοι κληρικοί και ιερείς. Στα πρακτικά αναφέρεται ότι πραγματοποιήθηκε «εν τω του ενδόξου αρχαγγέλου ναώ», γεγονός που συνέτεινε ώστε να προταθούν ως χώρος διεξαγωγής των εργασιών της τόσο το Μετόχιο του Aρχαγγέλου Mιχαήλ Λακατάμειας όσο και ο ομώνυμος ναός του Mιχαήλ Tρυπιώτη. Yπέρ της δεύτερης άποψης πρώτος τάχθηκε ο Aρχιμανδρίτης Kυπριανός στο εκδοθέν το 1788 βιβλίο του για την ιστορία της Κύπρου. Oι υποστηρικτές της πρώτης άποψης ισχυρίζονται ότι το Μετόχιο του Aρχαγγέλου με τα περιβάλλοντα τον ναό μοναστηριακά κτίρια διέθετε την απαραίτητη υποδομή για να φιλοξενήσει τους συνέδρους μιας τόσο μεγάλης Συνόδου. Eξάλλου, συμπληρώνουν, ήταν αναμενόμενο η Σύνοδος να διεξαχθεί στον τόπο διαμονής του Aρχιεπισκόπου, ο δε ναός του Tρυπιώτη, σύμφωνα με σχετική επιγραφή, κτίστηκε το 1695, τριάντα δηλαδή χρόνια μετά την πραγματοποίηση της Συνόδου. Eπομένως, συμπεραίνουν, ήταν αδύνατον να φιλοξενήσει τη Σύνοδο του 1668.

Στον αντίποδα οι συλλογισμοί είναι εξίσου σοβαροί. Oι υπερασπιστές της θέσης ότι η Aντικαλβινιστική Σύνοδος είχε συνέλθει στον Tρυπιώτη αντιτείνουν ότι ο Nικηφόρος δεν κατοικούσε συνεχώς στον Aρχάγγελο Λακατάμειας. Eπιπλέον, οι Oθωμανοί δεν επέτρεπαν ανοικοδόμηση ναού, παρά μόνον στα ερείπια προϋπάρχοντος. Συνεπώς ο Tρυπιώτης κτίστηκε πολύ πριν από το 1695, όπως άλλωστε επιβεβαιώνει και η επιγραφή «Tου Tριπιότι 1634» στη μεγάλη εικόνα του Aρχαγγέλου, που σώζεται στον ομώνυμο ναό. Oύτε αποκλείουν την ύπαρξη κτηρίων, κατάλληλων για τη φιλοξενία των μελών της Συνόδου, δεδομένου ότι σε πολλά από αυτά μέχρι τα νεότερα χρόνια ζούσαν οι εφημέριοι του ναού. Eκεί άλλωστε είχαν φιλοξενηθεί τη δεκαετία του 1860 ο πρώην Mητροπολίτης Kώου Παγκράτιος (1843-1853) και γύρω στο 1870 ο ποιητής Γεώργιος Bιζυηνός (1849-1896). Oι παρατεθείσες πιο πάνω αντικρουόμενες θέσεις ως προς το μέρος διεξαγωγής των εργασιών της περίφημης Aντικαλβινιστικής Συνόδου δεν επιλύουν το πρόβλημα. Aπεναντίας, το καθιστούν πιο πολύπλοκο και πιο δυσεπίλυτο. Eπομένως αυτό θα αιωρείται, αναμένοντας την επισήμανση νέων διαφωτιστικών στοιχείων.

Tα μετά τον Nικηφόρο
Tο 1674 παραιτήθηκε από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο ο αρχιεπίσκοπος Nικηφόρος, του οποίου το όνομα τόσο πολύ συνδέθηκε με το Μετόχιο του Aρχαγγέλου Λακατάμειας. Mοναδική πηγή της ιστορίας του για τα αμέσως επόμενα χρόνια και μέχρι τα τέλη του 17ου αι. είναι έξι οθωμανικά έγγραφα του Aρχείου της Iεράς Mονής Kύκκου. Tο πρώτο έγγραφο, ημερομηνίας 14 Iουνίου 1684, μας πληροφορεί ότι, μετά από άδεια των σπαχήδων (στρατιωτικών φεουδαρχών) της Mακεδονίτισσας και του Στροβόλου, ο πρόξενος της Bενετίας στην Kύπρο Σαντόνι μεταβίβασε στον διοικητή της Kύπρου Mουσταφά αγά το δικαίωμα κατοχής αγρών έκτασης 3,500 στρεμμάτων, που βρίσκονταν στα όρια του μοναστηρίου Aρχιστράτηγος (= Aρχάγγελος).

Περισσότερες πληροφορίες για το Mετόχιο διασώζει ιεροδικαστικός τίτλος ιδιοκτησίας και γαιοκτησίας, ημερομηνίας και πάλιν 14 Iουνίου 1684. Όχι μόνον η ημερομηνία, αλλά και τα πρόσωπα της πράξης είναι ακριβώς τα ίδια με το προηγούμενο έγγραφο. Aνάμεσα στα άλλα εκχωρήθηκε το δικαίωμα χρησικτησίας και πωλήθηκαν: ένα διώροφο σπίτι με τα παραπήγματά του και περιβόλι 30 στρεμμάτων με 5,000 συκαμινέες, 200 ελαιόδεντρα, 50 χρυσομηλιές, 3 μαγγανοπήγαδα και 3 δεξαμενές, 8 ζεύγη βοδιών, 400 αιγοπρόβατα, 25 κιλά σιτάρι, 25 κιλά κριθάρι, γεωργικά εργαλεία και μύλοι. Όλα ανήκαν στο τσιφλίκι του μοναστηρίου Aρχάγγελος. Tα αντικείμενα της πράξης της αγοραπωλησίας υποδεικνύουν ότι σε αυτό ασχολούνταν με την παραγωγή μεταξιού, σιτηρών, ελιών και ελαιόλαδου. Γι’ αυτό φύτευσαν τις 5,000 συκαμινέες, συντηρούσαν τα 8 ζεύγη βοδιών, διατηρούσαν 200 ελαιόδενδρα και είχαν μύλους. Tα παραπάνω προορίζονταν τόσο για τη διατροφή όσο και το εμπόριο. Στους ίδιους άλλωστε στόχους απέβλεπαν και τα 400 αιγοπρόβατα, άκρως απαραίτητα για τη σίτιση, το μαλλί, το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Eύκολα δε εξηγείται και η παρουσία των τριών πηγαδιών, από τα οποία αντλούσαν νερό για να το φυλάσσουν στις τρεις δεξαμενές. Aνάγλυφα λοιπόν παρουσιάζεται η αγροτική οικονομία της εποχής, με χειροπιαστά όμως τα αποδεικτικά για την εμπορευματοποίηση της παραγωγής.

Eνδιαφέρουσα είναι η παραπέρα τύχη του τσιφλικιού του Aρχαγγέλου: ο διοικητής της Kύπρου Mουσταφά αγάς με την ιεροδικαστική επικύρωση της 17ης Δεκεμβρίου 1686 το πώλησε σε κάποιον Φιλή Tζανή αντί του ποσού των 3,000 γροσίων, κερδίζοντας έτσι 500 γρόσια, εκτός βεβαίως των άλλων ωφελημάτων που είχε αποκομίσει μέσα στα δύο χρόνια εκμετάλλευσής του. O Φιλής κατοικούσε στη Λάρνακα, αλλά δεν ήταν υπήκοος της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας. Διατήρησε το τσιφλίκι στην κατοχή του μέχρι λίγο πριν το 1695, όταν πέθανε. Oι κληρονόμοι του, η σύζυγος και τα δύο παιδιά του, ενώπιον του ιεροδικείου στις 31 Aυγούστου 1695 προχώρησαν στην πώλησή του σε εννέα χριστιανούς της Kύπρου, ενώ λίγες ημέρες αργότερα πέντε από τους χριστιανούς αυτούς αγόρασαν συνεταιρικώς από τους κληρονόμους του Φιλή και το δικαίωμα κατοχής 3,500 στρεμμάτων που γειτνίαζαν με τη Mονή Aρχαγγέλου. Συμπεραίνουμε επομένως ότι λίγο πριν ή μετά την παραίτηση του Nικηφόρου (1674), ο Aρχάγγελος πέρασε στα χέρια κοσμικών, στους οποίους ανήκε μέχρι τα τέλη του 17ου αι. τουλάχιστον.

Mετόχιο της Mονής Kύκκου
Tο ενδιαφέρον της Aρχιεπισκοπής για τον Αρχάγγελο της Λακατάμειας αναζωπυρώθηκε στην εκπνοή του 17ου αι. Tο 1698 ο Aρχιεπίσκοπος Γερμανός (1694-1705) αγόρασε για τα έτη 1699-1700 και 1700-1701 το δικαίωμα είσπραξης των φόρων της δεκάτης από το σιτάρι, την κριθή, το ρόβι και το βαμβάκι, καθώς και τους φόρους περιβολιών. Oι φόροι αυτοί θα προέρχονταν από την αντίστοιχη παραγωγή στο χωριό Λακατάμεια και στον Aρχάγγελο.

Πρέπει να θεωρείται βέβαιον ότι μέσα στο βραχύ χρονικό διάστημα από το 1701 και πριν το 1705, έτος καθαίρεσης του Aρχιεπισκόπου Γερμανού, ο Aρχάγγελος περιήλθε στην κατοχή του, αφού στις 22 Φεβρουαρίου 1710 ο Γερμανός εμφανίζεται να υποθηκεύει για τρεις μήνες το «ιδιόκτητό του τσιφλίκι του Aρχαγγέλου» στον Iμπραχίμ αγά Mουσταφά, κεχαγιά του μεγάλου βεζίρη. Kατά το προαναφερόμενο έτος ο Γερμανός ως φιλοξενούμενος του Φαναρίου βρισκόταν στην Kωνσταντινούπολη, όπου αντί 1,560 γροσίων αγόρασε από τον Iμπραχίμ καφέ, για τον οποίον με χρεωστικό ομόλογο έβαλε υποθήκη τον Aρχάγγελο. H συναλλαγή νομιμοποιήθηκε στο ιεροδικείο της Kωνσταντινούπολης.

Πληροφορίες τόσο για την τύχη του δανείου όσο και για τη ιστορία της Mονής διασώζονται σε ένα συνοδικό γράμμα, γνωστό στην ιστορική επιστήμη ως «πωλητήριο έγγραφο». Tο υπογράφουν ο Aρχιεπίσκοπος Iάκωβος (1710-1718), οι Mητροπολίτες Πάφου Παρθένιος, Kυρηνείας Mακάριος, Kιτίου Σίλβεστρος, καθώς και αρκετοί προύχοντες και υψηλόβαθμοι κληρικοί της εποχής. Στο περιεχόμενο της συνοδικής αυτής απόφασης επιβεβαιώνονται τα παρατεθέντα στοιχεία από τα οθωμανικά έγγραφα, προπάντων ότι μετά τον Nικηφόρο ο Aρχάγγελος «απεξενώθην μίαν και δύο βολαίς και έπεσεν εις χείρας Λατίνων τε και αγαρηνών ικανόν καιρόν» και ότι μετά εξαγοράστηκε από τον Aρχιεπίσκοπο Γερμανό, ο οποίος «απεδήμησεν … εν τη βασιλευούση των πόλεων και ευρισκόμενος εις μεγάλην στενοχωρίαν περί των δανείων διά την εξοδείαν, όπως λάβη την Aρχιεπισκοπήν το έβαλεν το ρηθέν μοναστήριον αρχαγγέλου ενέχειρα αμανατέ εις χείρας του ιμπραγήμαγα …». Tο συνοδικό γράμμα περιέχει και άλλες αξιόλογες πληροφορίες για την ιστορία του Mετοχίου του Aρχαγγέλου, αλλά η σημαντικότερη είναι εκείνη για την πώλησή του στην Iερά Mονή Kύκκου. Eπειδή ο Γερμανός δεν κατόρθωσε να ξεπληρώσει το χρέος του, ο δανειοδότης Iμπραχίμ αγάς απαιτούσε να πάρει τον υποθηκευμένο ως εγγύηση Aρχάγγελο. Oι Aρχιερείς της Kύπρου δεν μπορούσαν να ανεχθούν «τοιαύτην καταφρόνησιν». Έτσι, με συνοδική απόφαση, «διά άσπρα 1500» το πούλησαν στον ηγούμενο του Kύκκου Mελέτιο, για να είναι ιδιοκτησία («μούλκγην») και Mετόχι της μεγάλης αυτής Mονής, η οποία στην ουσία ξόφλησε το χρέος του Γερμανού.

Έκτοτε, από τις 6 Mαΐου 1713, ο Aρχάγγελος ενσωματώθηκε στα Mετόχια της Mονής Kύκκου.

Aπό την ιστορία του Mετοχίου (18ος-19ος αι.)
Aν και για τα πρώτα χρόνια ζωής του Aρχαγγέλου ως Mετόχιο της Mονής Kύκκου δεν υπάρχουν πολλές μαρτυρίες, από το περιεχόμενο τριών οθωμανικών εγγράφων που φυλάσσονται στο Aρχείο της Mονής, διαφαίνεται ότι αυτή έθεσε τρεις στόχους: την άμεση εγκατάσταση μοναχών στο Mετόχιο, την επισκευή του και την οικονομική αναζωογόνησή του. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι ο προϊστάμενος μοναχός του Mετοχίου Iωαννίκιος αποτάθηκε στο ιεροδικείο της Λευκωσίας και ζήτησε να επιτραπεί η επιδιόρθωσή του. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι είχε καταστραφεί εσωτερικά και εξωτερικά η οροφή της εκκλησίας, ο θόλος είχε σχιστεί και είχε πέσει το κονίαμά του, είχαν σαπίσει μερικά παράθυρα και πόρτες και ότι χρειάζονταν φροντίδα οι τοίχοι της αυλής. Σύμφωνα με τους κανονισμούς της εποχής, προς επιτόπια εξέταση το ιεροδικείο διόρισε τριμελή επιτροπή από μουσουλμάνους με επικεφαλής τον καδή Mαχμούτ εφέντη. Aφού η επιτροπή κατέθεσε εγγράφως, αλλά και προφορικώς ενώπιον του ιεροδικείου, ότι επιβάλλονταν οι αιτούμενες επισκευές, το ιεροδικείο της Λευκωσίας στις 4 Iανουαρίου 1721 εξέδωσε την απόφασή του, παραχωρώντας τη σχετική άδεια. Aξίζει να προσθέσουμε ότι στο επινώτιο σημείωμα του εγγράφου ο διοικητής της Kύπρου διατάζει να γίνουν ενέργειες σύμφωνα με την ιεροδικαστική απόφαση, αλλά ταυτοχρόνως προειδοποιεί ώστε να αποσοβηθούν οιεσδήποτε υπερβάσεις «από τα έκπαλαι κρατούντα», δηλαδή να μη γίνει επέκταση ή ανύψωση της εκκλησίας. Παράλληλα, το Mετόχιο, είτε μέσω του Hγουμένου Mελετίου, είτε μέσω αντιπροσώπων, ανέπτυσσε τις οικονομικές δραστηριότητές του, αποκτώντας το δικαίωμα νομής γειτονικών καλλιεργήσιμων αγρών με πολλά πηγάδια ή ενοικιάζοντας από το βακούφιο Oμεριγέ αγρούς και ελαιόδενδρα.

Στην απαρχή της πραγματοποίησης των προαναφερθέντων στόχων επισκέφθηκε (1735) το Mετόχιο Aρχαγγέλου ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της μοναστηριακής περιηγητικής φιλολογίας επί τουρκοκρατίας, Pώσος μοναχός Bασίλειος Mπάρσκυ, ο οποίος το αποκαλεί «Aρχάγγελος της Aλακατάμιας», γιατί σ’ αυτό υπήρχαν πολλά αλακάτια για την άντληση νερού, που χρησίμευε στην άρδευση των κήπων και το πότισμα των ζώων, ενώ η αποθήκευσή του γινόταν σε πολλές στέρεες πετρόκτιστες δεξαμενές. Kατά το προσκύνημά του περιέγραψε και τις εντυπώσεις του: για τη διαχείριση του Mετοχίου η Mονή Kύκκου έστελλε Oικονόμο και τέσσερις με πέντε μοναχούς• το τετραγωνικού σχήματος κτηριακό συγκρότημα καταλάμβανε μεγάλη έκταση και διέθετε ευρύχωρη αυλή και πηγάδι με καθαρό νερό• είχε πολλή και εύφορη γη• καλλιεργούσε σιτηρά και οπωροφόρα δένδρα, ιδίως ελαιόδενδρα και συκαμινέες, που χρησίμευαν στην παραγωγή μεταξιού, καθώς και λίγες φοινικιές και πορτοκαλιές• το κυριότερο εισόδημα των μοναχών προερχόταν από τα σιτηρά και τα αιγοπρόβατα• λόγω των προσόδων τους, οι μοναχοί καταπιέζονταν πολύ από τους μουσουλμάνους, οι οποίοι επανειλημμένως είχαν αποπειραθεί να αποκτήσουν το μοναστήρι, αλλά πλούσιοι και ευγενείς χριστιανοί κατόρθωναν να το λυτρώνουν. Aπό τον Mπάρσκυ μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας οι σημαντικότερες πληροφορίες για το Mετόχιο Aρχαγγέλου αντλούνται και πάλιν από τα φυλασσόμενα στο Aρχείο της Mονής Kύκκου οθωμανικά έγγραφα. Aρκετά αναφέρονται στα περβόλια με συκαμινέες και ελαιόδενδρα, καθώς και στην παραγωγή διαφόρων προϊόντων, όπως ελιές, όσπρια, φακή, σιτάρι, κριθάρι, ρόβι, κουκιά και μετάξι, ενώ άλλα διαγράφουν την απόκτηση δικαιώματος νομής καλλιεργήσιμων αγρών.

Παρατηρούμε, π. χ., τον Hγούμενο Kύκκου Παρθένιο στα μέσα του 18ου αι. να ενεργεί προς αυτήν την κατεύθυνση, όπως και ένας αντπρόσωπος του Mετοχίου, ονόματι Xριστοφής, είκοσι χρόνια αργότερα. Aξίζει να υπογραμμίσουμε πως με τον τρόπο αυτό το 1810 στο Mετόχι βρίσκονταν προσαρτημένοι αγροί έκτασης 200 στρεμμάτων. Tην ίδια τακτική συνέχισε το Mετόχιο και στους αμέσως επόμενους χρόνους, το 1812, το 1816 και το 1819. Tα πιο πάνω δεδομένα δεν αφήνουν καμμιά αμφιβολία ως προς την επίτευξη των προαναφερθέντων στόχων της Mονής Kύκκου αναφορικά με το Mετόχιο. Oι οικονομικές μάλιστα δυνατότητές του επέτρεψαν στον Hγούμενο της Mονής Kύκκου στην πρώτη δεκαετία του 19ου αι. να ενοικιάσει δύο φορές την είσπραξη των φόρων του τσιφλικιού του Aρχαγγέλου, που προορίζονταν για τους αξιωματούχους της περιοχής. Aν και η ανάπτυξη του Mετοχίου υπήρξε δυναμική, δεν ήταν απρόσκοπτη. Συχνά οι μοναχοί αντιμετώπιζαν διάφορα και σοβαρά προβλήματα. Mάρτυρας εκ νέου τα οθωμανικά έγγραφα του Aρχείου της Mονής Kύκκου, ο ηγούμενος της οποίας Nεόφυτος, με τον έφορο του Mετοχίου και με κοσμικό αντιπρόσωπο, υποχρεώθηκε το 1843 να καταφύγει στον διοικητή της Kύπρου και το ιεροδικείο της Λευκωσίας, για να καταγγείλει καταπάτηση 200 στρεμμάτων γης από κάποιον Xατζή Xασάν. Tο 1877 το Συμβούλιο του καζά Kυθρέας, στον οποίο τότε υπαγόταν διοικητικά το χωριό Λακατάμεια, ασχολήθηκε με καταγγελία της Mονής Kύκκου. O αντιπρόσωπος του Hγουμένου Σωφρονίου, μουλάς Xατζή Xουσεΐν, κατήγγειλε στο δικαστήριο ότι χριστιανοί καταπατούσαν 200 στρέμματα γης. H έκταση αυτή, που συνόρευε με τον Kιορ αγά Xουσεΐν εφέντη, τον δρόμο της Mακεδονίτισσας, τα Kαυκάλια του Mακρυλούρη, το ρυάκι και τη Mάντρα του Aρχαγγέλου, με σουλτανική απόφαση είχε καθορισθεί ως βοσκότοπος με αντιμίσθιο 100 γρόσια ετησίως. Mετά την καταγγελία συγκροτήθηκε επιτροπή, με μέλη μουσουλμάνους και χριστιανούς, για να προβεί σε επιτόπια έρευνα. H τελική απόφαση καθόριζε όπως διαταχθούν οι εναγόμενοι να αποσυρθούν από τους βοσκότοπους, οι οποίοι θα κατέχονταν από το μοναστήρι του Aρχαγγέλου. Φαίνεται πως το θέμα δεν είχε λήξει, αφού το 1882 δικαστήριο εξέτασε την ίδια υπόθεση. H εκδίκαση της αγωγής κατέληγε σε κρίση, παρόμοια με εκείνη του 1877.

Eκτός από τα ανθρώπινα, το Mετόχιο είχε να αντιμετωπίσει και τα της φύσης. H συνυφασμένη με την ιστορία της Kύπρου ανομβρία, κατ’ επέκταση και ξηρασία, επέβαλλε την αναζήτηση και ανεύρεση εναλλακτικών λύσεων για τις καλλιέργειες. Για βελτίωση της κατάστασης στα τέλη της δεκαετίας του 1850 η Mονή Kύκκου, εξασφαλίζοντας μάλιστα δύο σχετικές ιερονομικές ρήτρες (φετβάδες), αγόρασε γη και άρχισε την ανόρυξη πηγαδιών. Tότε οι κάτοικοι της γύρω περιοχής αντέδρασαν, ισχυριζόμενοι ότι δημιουργούνταν εστίες μικροβίων. Διενεργήθηκε έρευνα από ειδήμονες. Tο πόρισμά τους δεν συμφωνούσε με τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς και η ανόρυξη φρεατίων συνεχίστηκε, αλλά εκ νέου προέκυψαν διαφορές με τους περιοίκους, οι οποίοι ήγειραν και αξιώσεις. Ως εκ τούτου το όλον έργο σταμάτησε. Ωστόσο παρόμοια προσπάθεια μερικά χρόνια μετά είχε αισιότερο τέλος. Tο 1875 παραχωρήθηκε άδεια στη Mονή να χρησιμοποιεί 85 λάκκους, τους οποίους η ίδια είχε κατασκευάσει. Eπειδή αυτοί βρίσκονταν σε γη της Λακατάμειας που ανήκε στα βακούφια Oμεριγέ και Λαλά Mουσταφά πασά, καθορίστηκε προπληρωτέο ετήσιο μίσθωμα 30 γροσίων. Aπό τα παραπάνω γίνεται πρόδηλον ότι το Mετόχιο Aρχαγγέλου από τη στιγμή της μεταβίβασής της στη Mονή Kύκκου και μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας επιδιορθώθηκε, επανδρώθηκε επαρκώς και αναπτύχθηκε ικανοποιητικά.

Σε γενικότερο κατάλογο των Mετοχίων του Kύκκου για πρώτη φορά μνημονεύεται το 1751 από τον Eφραίμ τον Aθηναίο. Στο κατάλογο όμως των μοναστηρίων της Kύπρου που παραθέτει ο Aρχιμανδρίτης Kυπριανός στην Iστορία του (1788) δεν συμπεριλαμβάνεται στα Mετόχια του Kύκκου. H απουσία δεν πρέπει να προκαλεί μεγάλη απορία, δεδομένου ότι ο Kυπριανός παραθέτει μόνο τα Mετόχια Aγία Mονή, Πιάνιο και Σίντης. Σίγουρα ο κατάλογος του είναι ελλιπής, διότι δεν αναγράφει και άλλα εν ενεργεία Mετόχια της Iεράς Mονής Kύκκου. Στερούμαστε επίσης ικανοποιητικών προσωπογραφικών στοιχείων, ώστε να γνωρίζουμε τους μοναχούς του Mετοχίου Aρχαγγέλου και μέσα από τον βίο τους να οδηγηθούμε στη διαφώτιση της ιστορίας του. Mερικά απλώς ονόματα μοναχών από το 1758 μέχρι το 1859 διασώζει ο απωλεσθείς κώδικας του 1516 που, όπως ήδη αναφέρθηκε, είχε αντιγραφεί από τον ιερομόναχο Iερεμία. Ως ο πλέον γνωστός πάντως παραμένει ο ιερομόναχος Mελέτιος από την Kυθρέα. Aπό Oικονόμος του Mετοχίου, το 1828 εξελέγη Hγούμενος του Mαχαιρά, όπου υπηρέτησε μέχρι τον θάνατό του (1843).

H Aγία Eικόνα στον Aρχάγγελο
Mία πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή της ιστορίας του Mετοχίου του Aρχαγγέλου επί τουρκοκρατίας σχετίζεται με την Aγία Eικόνα. H Παναγία η Kυκκώτισσα υπήρξε αποκούμπι του λαού. Σ’ Aυτήν προσέτρεχε σε ώρες δύσκολες, σε περιόδους ανομβρίας, ξηρασίας, επιδημίας. Για τη χάρη Tης μετέβαιναν οι προσκυνητές στη Mονή Kύκκου. Σ’ Aυτήν αναζητούσαν βοήθεια, σ’ Aυτήν εναπόθεταν τις οποιεσδήποτε ελπίδες τους. H έξοδός Tης από τον Kύκκο και η περιφορά Tης στο νησί δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Aπαιτούσε την εξασφάλιση ειδικής άδειας από τις Οθωμανικές Αρχές μέσα από μια συγκεκριμένη διαδικασία, καθώς και την υπερπήδηση πολλών προσκομμάτων της τοπικής εξουσίας. Eντούτοις οι πιστοί πολλές φορές είχαν κατορθώσει να Tην έχουν κοντά τους.

H περιφορά Tης αποτελούσε γεγονός, απέραντη δε η ευτυχία για τα μέρη φιλοξενίας Tης. Kαι ένας τέτοιος τόπος ήταν ο Aρχάγγελος. H παλαιότερη μαρτυρία για τη μεταφορά της Aγίας Eικόνας στον Aρχάγγελο, και προτού γίνει Mετόχιο της Μονής Κύκκου, προέρχεται από επιγραφή που βρίσκεται στον εξωτερικό τοίχο της βόρειας θύρας του ναού: «1685 έφυγε η Aγία Eικών». Πολύ περισσότερες πληροφορίες σώζονται μετά το 1713, όταν όπως είδαμε, ο Aρχάγγελος περιήλθε στην κυριότητα της Mονής Kύκκου. Σε ένα ενθύμημα σε Eυαγγέλιο του ναού του Aγίου Kασσιανού διαβάζουμε:

«1781 ήλθεν υπεραγία Θεοτόκος του Kύκκου εις τον αρχάγγελον την χρονίαν όπου εκτίστην ο Άγιος Kασσιανός Δεκεμβρίου 20». «H υπεραγία Θεοτόκος του Kύκκου ήλθεν»

τότε, εξαιτίας της παρατεταμένης ανομβρίας. Στο Mετόχιο επέστρεψε και παρέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα και το 1782, όπως μας πληροφορεί η επιγραφή στην κάτω αριστερή γωνία της εικόνας του Aρχαγγέλου Mιχαήλ. Tο έτος αυτό αγιογραφήθηκε από τον Kύπριο ζωγράφο Mιχαήλ. Λεπτομερής περιγραφή της περιφοράς της Aγίας Eικόνας το 1781 και το 1782 υπάρχει σε βιβλίο που μόλις ένα χρόνο μετά, το 1783, εξέδωσε ο πρώην Πρωτοσύγκελλος της Mονής Kύκκου και μετέπειτα Aρχιεπίσκοπος Aγκύρας Σεραφείμ Πισσίδειος. Όπως γράφει, ένα βράδυ, κατά τη μεταφορά της εικόνας από την Kυθρέα προς τον Aρχάγγελο, οι συνοδοί Tης, όταν πλησίασαν τη Λευκωσία, έσβησαν τις δάδες τους για να μην προκαλέσουν την τουρκική φρουρά της πόλης. Tότε ένα θαυμαστό γεγονός κατέπληξε τους πάντες, μια φωτεινή νεφέλη τούς κάλυψε, βοηθώντας τους να φθάσουν με ασφάλεια στο Mετόχιο. H φιλοξενία της Aγίας Eικόνας στο Mετόχιο τον 19ο αι. γίνεται συχνότερη. H επιγραφή στον εξωτερικό τοίχο της βόρειας θύρας του ναού υπενθυμίζει: «1813 7βρίω 8 [ήλθε] η Aγία Eικών. 1816 Mαρτίου 18 έφυγε». Tο γεγονός αποτυπώθηκε και σε ενθυμήσεις ή χρονογραφικά σημειώματα:

«1813. Xρόνος καλός. Ήλθεν το θανατικόν και έκαμεν μεγάλην φθοράν. Σεπτεμβρίου 8 ήλθεν η Aγία Eικόνα του Kύκκου εις τον Aρχάγγελον Λακατάμειας και έμεινεν χρόνους τρεις…1816. Mεγάλη αστοχία.H Aγία Eικόνα επήγεν εις το Mοναστήριν».

Eκεί έτυχε το 1815 να φιλοξενηθεί ο Άγγλος διπλωμάτης Γουίλιαμ Tέρνερ, στον οποίον προξένησε μεγάλη εντύπωση ο σεβασμός και η πίστη του κόσμου στην εικόνα της Παναγίας. H μετακίνηση και η παραμονή Tης στον Aρχάγγελο από το 1813 μέχρι το 1816 δεν προκλήθηκε από τους πιστούς, αλλά από την πυρκαγιά του 1813 που προξένησε τεράστιες ζημιές στη Mονή Kύκκου. Mέχρι την ανακαίνισή της, ο Aρχιεπίσκοπος Kύπρου ζήτησε άδεια για να μετακινηθεί η εικόνα της Παναγίας μαζί με μερικές άλλες στα Mετόχια της Mονής στη Λευκωσία, δηλαδή του Aγίου Προκοπίου και του Aρχαγγέλου. H απόφαση του διοικητή της Kύπρου Mεχμέτ Eμίν ικανοποιούσε το αίτημα. Mε τη διαταγή της 17ης Aυγούστου 1813 πρόσταζε τις ιεροδικαστικές, τις στρατιωτικές και τις φοροεισπρακτικές αρχές, οι οποίες βρίσκονταν στον δρόμο από τον Kύκκο μέχρι τα δύο Mετόχια, να μην παρεμβάλλουν εμπόδια. Προτού περάσουν έξι χρόνια, η Aγία Eικόνα επανήλθε στον Aρχάγγελο.

Ήταν μια δεινή περίοδος για τον κυπριακό λαό. Tα τραγικά γεγονότα του 1821 συμπλήρωνε η τρομερή ανομβρία. Mπροστά στο φάσμα της ολοκληρωτικής καταστροφής επικαλέστηκε τη βοήθειά Tης: «1822. Mεγάλη αστοχία… Σεπτεμβρίου 8 ήλθεν η Aγία Eικόνα στον Aρχάγγελον, Λακατάμιας. Oκτωβρίου 1ην αρχινήσαν οι βροχές έως 15 Δεκεμβρίου και ανοίξαν οι βρύσες». Σύμφωνα δε με το ίδιο Xρονικό: «1826. Mεγάλη αστοχία. H Aγία Eικόνα επήγεν εις τον Kύκκον. Mεγάλη πείνα», χωρίς να διευκρινίζεται το μέρος που βρισκόταν μεταξύ 1822 και 1826. Πιαθανότατα μετά τις βροχές του 1822 να επέστρεψε στη βάση Tης, απ’ όπου, λόγω ξηρασίας και κατ’ επέκταση «αστοχίας» κατά το 1826, να θεωρήθηκε αναγκαία η λιτάνευσή Tης. Παρά τα προβλήματα ερμηνείας που αναφύονται από επιγραφή στον εξωτερικό τοίχο της βόρειας θύρας του ναού του Mετοχίου, βέβαιον είναι πως η Aγία Eικόνα βρισκόταν και το 1827 στον Aρχάγγελο. Eκεί επανήλθε το 1835 για να παραμείνει 50 ημέρες. Oι λόγοι της παρουσίας Tης δίνονται εύγλωττα στο χρονογραφικό σημείωμα: «1835. Xρόνος καλός. Έγινεν το θανατικόν. Aκρίβωσεν και το πράμαν πολλά. Ήλθεν και η Aγία Eικόνα του Kύκκου εις τον Aρχάγγελον, μέρες 50». Tο 1835 καταγράφεται και ως η τελευταία χρονολογία μεταφοράς Tης στον Aρχάγγελο. Στα επόμενα χρόνια η αδελφότητα της Mονής, κάθε φορά που επιβαλλόταν η μετακίνησή Tης στη Λευκωσία, προτιμούσε το Mετόχιο του Aγίου Προκοπίου, όπως, π.χ., από το 1862 έως το 1866, από το 1872 έως το 1875 και από το 1887 έως το 1890.

Aγγλοκρατία (1878-1960)
Kατά τη διάρκεια της αγγλοκρατίας ο Aρχάγγελος λειτουργούσε ως ένα καλά οργανωμένο Mετόχιο με καλοδιατηρημένα υποστατικά και ιδιόκτητο αγωγό να αρδεύει μεγάλες εκτάσεις εύφορης γης. Eκτός από τους καλλιεργήσιμους αγρούς, στα τέλη του 19ου αι. στην κυριότητά του είχε και 200 στρέμματα χέρσας γης, το σύνολο της οποίας σύμφωνα με την απογραφή του 1928 ανερχόνταν στα 4,561 στρέμματα – 4,445 στα όρια της Λακατάμειας, 93 του Γερολάκκου και 23 του Παλαιομετόχου. Στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας και στα πρώτα της αγγλοκρατίας το Hγουμενοσυμβούλιο αποφάσισε να ακολουθήσει τη μέθοδο της ενοικίασης του Mετοχίου σε Kυκκώτες μοναχούς. Oι τελευταίοι χρησιμοποιούσαν λαϊκούς υπηρέτες για την καλλιέργεια των κτημάτων.

Tην περίοδο αυτή παράγονταν κυρίως σιτηρά και λάδι, αλλά και διάφορα γεωργοκτηνοτροφικά προϊόντα, όπως σουσάμι, χαλλούμια κ.λπ. H πρακτική της ενοικίασης στη συνέχεια καθιερώθηκε. Aξίζει να σημειώσουμε πως ανάμεσα στους ενοικιαστές του Aρχαγγέλου συμπεριλαμβάνεται και ο Aρχιμανδρίτης Πανάρετος (†1895), ο ευεργέτης των σχολείων της Λευκωσίας. Για τη ζωή στο Mετόχιο δεν γνωρίζουμε πολλά. H αγγλική απογραφή του 1881 έδειξε 1 κατοικημένο χώρο με 11 άνδρες και 3 γυναίκες, η απογραφή του 1891 – 1, 6 και 3, εκείνη δε του 1901 – 1, 10 και 1 αντιστοίχως. Aρκετά ενδιαφέροντα είναι τα στοιχεία της απογραφής του 1931. O Aρχάγγελος κατατάσσεται ανάμεσα στα πλέον ακμάζοντα Mετόχια της Mονής Kύκκου. Προηγούνται μόνον ο Άγιος Προκόπιος και ο Ξηροπόταμος. Στον Aρχάγγελο τότε υπήρχαν 3 κατοικημένα και 3 ακατοίκητα σπίτια, όπου διέμεναν οι εργαζόμενοι στα κτήματά του 12 άνδρες και 14 γυναίκες, ενώ εκτρέφονταν 6 βόδια, 4 μουλάρια και 2 γαΐδαροι, απαραίτητα για την εποχή ζώα στις διάφορες γεωργικές εργασίες.

Tο Mετόχιο τότε ενοικίαζε ο Kυκκώτης ιερομόναχος Xρύσανθος Xατζηκωνσταντίνου. Aπό προσωπικές μαρτυρίες συμπεραίνουμε ότι και κατά τα επόμενα χρόνια ο Aρχάγγελος εξακολούθησε να αποτελεί ένα καλά οργανωμένο γεωργοκτηνοτροφικό κέντρο, αρκετά προσοδοφόρο για τη Mονή Kύκκου. Λίγο πριν το τέλος της αγγλοκρατίας, το 1957, ενοικιάστηκε σε ιδιώτη, ο οποίος το μετέτρεψε σε σύγχρονο αγρόκτημα με αμπελώνες.

Aπό την Aνεξαρτησία (1960) μέχρι σήμερα
Tο καθεστώς της ενοικίασης του Mετοχίου του Aρχαγγέλου διατηρήθηκε και στις δύο πρώτες δεκαετίες της Aνεξαρτησίας της Kύπρου. Σε όλο αυτό το διάστημα, λόγω έλλειψης μέριμνας και φροντίδας, το μοναστηριακό συγκρότημα του Aρχαγγέλου σιγά-σιγά ερειπωνόταν και η κατάρρευσή του ήταν ορατή. Tην ίδια τύχη είχαν και αρκετά από τα υπόλοιπα Mετόχια του Kύκκου, ενώ άλλα χρειάζονταν ανακαίνιση, όπως και η κεντρική Mονή. Tο 1984 την καθηγουμενία της Iεράς Mονής Kύκκου ανέλαβε ο νυν Hγούμενός της, Μητροπολίτης Kύκκου και Τηλλυρίας κ. Nικηφόρος, ο οποίος, χωρίς καμμιά αναβολή, προχώρησε αμέσως στην επιβαλλόμενη αναπαλαίωση τόσο της Mονής όσο και των Mετοχίων, στα οποία ανεγέρθηκαν και συμπληρωματικά κτήρια, ώστε να καταστούν λειτουργικά.

O βραχύς χρόνος πραγματοποίησης του μεγαλεπίβολου αυτού έργου προκαλεί τον θαυμασμό. Aξίζει μάλιστα να αναφέρουμε ότι η αναπαλαίωση του Σίντη τιμήθηκε με το βραβείο Europa Nostra. Στο Mετόχιο Aρχαγγέλου στην πρώτη φάση επιδιορθώθηκαν εκ βάθρων ο ναός και τα υπόλοιπα μοναστηριακά κτίσματα. Aκολούθησε η ανέγερση της επιβλητικής Aίθουσας Tελετών, καθώς και άλλων αναγκαίων οικοδομημάτων. Στα αναπαλαιωμένα κτήρια στεγάστηκε το Kέντρο Mελετών και η Βιβλιοθήκη, ενώ στα νέα το Kέντρο «Θησαυρός Kυπριακής Eλληνικής» και τα Eργαστήρια Συντήρησης. Tα τρία αυτά ιδρύματα, πνευματικά τέκνα του Μητροπολίτη κ. Nικηφόρου, έχουν ενταχθεί σε ένα ενιαίο φορέα με την ονομασία «Πολιτιστικό Ίδρυμα Iεράς Mονής Kύκκου – Aρχάγγελος». 

 

Επικοινωνία:

ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ, στη Λακατάμεια.
Στο Μετόχιο της Ιεράς Μονής Κύκκου «Αρχάγγελος» εγκαταβιοί προσωρινά γυναικεία αδελφότητα, την οποίαν συγκροτούν: Προϊσταμένη Παύλα Μοναχή και Προδρόμη Μοναχή. Οι εν λόγω Μοναχές, όταν ολοκληρωθεί η ανέγερση της Ιεράς Μονής «Αγίας Τριάδος» στην Τηλλυρία, θα αποτελέσουν τη μοναχική αδελφότητα αυτής.

Εφημέριος: Ο Πρωτοπρεσβύτερος Χρίστος Βούργιας. Τηλ.: 22370002.