36. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Β’, ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ (1984-σήμερα), ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΚΚΟΥ (2002-2007) ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΥΚΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΛΛΥΡΙΑΣ (2007-σήμερα)

Ο Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας Νικηφόρος, κατά κόσμον Νεοκλής Αθανασίου, γεννήθη¬κε στο χωριό Κρήτου Μαρόττου της επαρχίας Πάφου στις 2 Μαΐου 1947. Μετά την αποφοίτησή του από το Δημοτικό Σχολείο του χωριού του, το 1959, εντά¬χθηκε ως δόκιμος στη Μονή Κύκκου. Λίγο πριν την αποφοίτησή του από το Γυ¬μνάσιο Αρρένων Κύκκου, χειροτονήθηκε Ιεροδιάκονος, στις 6 Απριλίου 1969, από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο Γ’. Το 1969 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, απ’ όπου αποφοίτησε το 1974, για να συ¬νεχίσει τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ παράλληλα παρακολούθησε για τρία χρόνια μαθήματα Βυζαντινής Μουσικής στο Ωδείο Αθηνών. Μετά την αποφοίτησή του, και κατά τα επόμενα χρόνια, διε¬τέλεσε Πρόεδρος του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Γραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου, Καθηγητής της Ιερατικής Σχολής «Απόστολος Βαρνάβας» και Ιεροκήρυκας της Ιεράς Αρχιεπισκοπής. Στις 8 Σε¬πτεμβρίου 1979 χειροτονήθηκε Ιερομόναχος, από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυ¬σόστομο Α’, και προχειρίστηκε σε Αρχιμανδρίτη.

Μετά την παραίτηση του Ηγουμένου Διονυσίου, εξελέγη Ηγούμενος της Μονής Κύκκου, στις 28 Δεκεμβρίου 1983, και ενθρονίστηκε στις 15 Ιανουαρίου 1984, στην Κεντρική Μονή, από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστομο Α’. Στις 18 Φε¬βρουαρίου 2002, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου τον εξέλεξε Επί¬σκοπο Κύκκου, και στις 24 Φεβρουαρίου του ιδίου έτους χειροτονήθηκε και εν¬θρονίστηκε, στην Κεντρική Μονή, από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστομο Α’ και μεγάλο αριθμό αρχιερέων, τόσο της Εκκλησίας της Κύπρου, όσο και από άλλα Ορθόδοξα Πατριαρχεία και Εκκλησίες. Στις 9 Μαΐου 2007 εξελέγη παμψηφεί από κληρικολαϊκή εκλογική συνέλευση Μητροπολίτης της νεοσύστατης Μητροπόλεως Κύκκου και Τηλλυρίας και εγκαθυδρίθηκε στην έδρα του στις 13 Μαΐου του ίδιου έτους.

Από τα πρώτα χρόνια της Ηγουμενίας του, ο Επίσκοπος Νικηφόρος επέδειξε ιδι¬αίτερο ενδιαφέρον στον τομέα της παιδείας και του πολιτισμού. Σημαντική υπήρξε η συνεισφορά του στην ανάπτυξη της παιδείας με την επιχορήγηση της λει¬τουργίας και της τεχνολογικής αναβάθμισης σχολείων στις πόλεις και στα χω¬ριά του νησιού. Συνεισέφερε επίσης στο κτίσιμο σχολείων ή σχολικών εγκαταστά¬σεων, με την παραχώρηση εκτάσεων γης και την επιχορήγηση ή χρηματοδότη¬σή τους. Ίδρυσε επίσης στη Μονή Κύκκου ταμείο υποτροφιών, που ενισχύει οι¬κονομικά άπορους νέους, για να πραγματοποιήσουν πτυχιακές και μεταπτυχια¬κές σπουδές.

Ως Ηγούμενος Κύκκου, ο Επίσκοπος Νικηφόρος υπηρετεί επίσης ως ex-officio Αντιπρόεδρος της Εφορείας της Ιερατικής Σχολής «Απόστολος Βαρνάβας», και φρόντισε για την κάλυψη των δαπανών ανακαίνισης του κτηρίου της Σχολής, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες λειτουργικές απαιτήσεις, και τον εξωραϊ¬σμό του περιβάλλοντος χώρου. Ακόμη, συμβάλλει οικονομικά στο όλο πρόγραμμά της, όπως με την ανάληψη των δαπανών της λειτουργίας του οικοτροφείου της, στο οποίο φιλοξενούνται οι υποψήφιοι κληρικοί. Τα τελευ¬ταία χρόνια, μετά την ίδρυση του Πανεπιστημίου Κύπρου, ο Επίσκοπος Κύκκου επικέντρωσε το ενδιαφέρον του και στον τομέα της Τριτοβάθμιας Εκπαί¬δευσης και ενίσχυσε με διάφορους τρόπους τις Σχολές και τους φοιτητές του. Υπηρέτησε επίσης για τρία χρόνια στο Συμβούλιο του Πανεπιστημίου, συμβάλλοντας στην καλύ¬τερη λειτουργία του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος του νησιού. Σήμερα δε υπηρετεί ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου.

Το σημαντικότερο, ίσως έργο του στον τομέα του πολιτισμού ήταν η ίδρυση του Πολιτιστικού Ιδρύματος της Ιεράς Μονής Κύκκου «Αρχάγγελος», που αποτελείται από το Κέντρο Μελετών της Ιεράς Μονής Κύκκου, το Κέντρο Θησαυρού Κυπριακής Ελληνικής, το Μουσείο Ιεράς Μονής Κύκκου, καθώς και το Εργαστήριο Συντήρησης Χειρογράφων, Εικόνων και Μοναστηριακών Κειμηλίων. Παράλληλα, ο Επίσκοπος Κύκκου ίδρυσε Βυζαντινή Χορωδία, καθώς και Σχολή Βυζαντινής Μουσικής, το 1995, η οποία παρέχει πενταετές πρόγραμμα ιεροψαλτικής κατάρτισης.

Εργάστηκε επίσης για την ανακαίνιση των παραμελημένων κτηριακών οικοδομημάτων της Μονής Κύκκου και την ανοικοδόμηση των ερημωμένων και εγκαταλελειμμένων Μετοχίων της. Ανακαίνισε εξ ολοκλήρου την Κεντρική Μονή, καλύπτοντας μεγάλο μέρος των χωρών της με τοιχογραφίες ή ψηφιδωτά, καί φρόντισε για την αναπαλαίωση των ερημωμένων από την πολύχρονη εγκατάλειψη Μετοχίων, όπως αυτών του Αρχαγγέλου στη Λακατάμεια, της Αγίας Μονής κοντά στο χωριό Παναγιά και του Σίντη στην κοιλάδα των Κελοκεδάρων, η ανακαίνιση του οποίου τιμήθηκε το 1997 με το βραβείο Europa Nostra. Παρόμοιο έργο επετέλεσε και στο Μετόχιο του Αγίου Προκοπίου στη Λευκωσία. Ο Μητροπολίτης Νικηφόρος συνέβαλε σε έργα ανακαίνισης και εκτός της Μονής Κύκκου, καλύπτοντας μεγάλο μέρος των δαπανών ανοικοδόμησης και δημιουργίας έργων υποδομής και σε πολλές άλλες Μονές της Κύπρου, όπως στον Άγιο Γεώργιο τον Αλαμάνο και στον Άγιο Ηρακλείδιο. Ακόμη, εισέφερε σημαντικά ποσά χρημάτων και γη για την ανέγερση ενοριακών ναών σε διάφορες περιοχές του νησιού. Για το πνευματικό του έργο και τη συνολική του προσφορά, ο Μητροπολίτης Νικηφόρος τιμήθηκε από τον Δήμαρχο Αθηναίων κ. Δημήτρη Αβραμόπουλο με το Χρυσό Μετάλλιο της Πόλεως των Αθηνών, τον Ιούνιο του 2001. Επίσης, το Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στις 3 Ιουνίου 2008, και το Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στις 23 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, τον ανηγόρευσαν σε Επίτιμο Διδάκτορά τους.

Ο Μητροπολίτης Κύκκου επιτελεί έργο και στον κοινωνικό τομέα, με την αρωγή που παρέχει σε Δήμους, κοινότητες, κέντρα νεότητας, πολιτιστικούς συλλόγους και σωματεία. Στα έργα αυτά συγκαταλέγονται η μετατροπή του παλαιού Μετοχίου της Μονής Κύκκου στο χωριό Πολέμι σε Πολιτιστικό Κέντρο και η παρα¬χώρησή του στην κοινότητα, η ίδρυση του Κέντρου Ημερήσιας Φροντίδας «Η Ελεούσα του Κύκκου», για τη φιλοξενία ενήλικων ατόμων με νοητική αναπη¬ρία και του Κέντρου Κοινωνικής και Πνευματικής Στήριξης για του νέους. Ο Μητροπολίτης Νικηφόρος συνεισέφερε επίσης στη βελτίωση της παρεχόμενης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στους κατοίκους του νησιού και ειδικότερα προς αυτούς της υπαίθρου.

Μερίμνησε επίσης για τη χρηματοδότηση αναπτυξιακών έργων σε διάφορα ορει¬νά χωριά, που βοηθούν στην εργοδότηση του τοπικού πληθυσμού και στην κατα¬πολέμηση του φαινομένου της αστυφιλίας. Ειδικά στην περιοχή της Κεντρικής Μονής Κύκκου δημιούργησε μικρές βιομηχανικές μονάδες, όπως το Οινοποιείο της Μονής, το 1993, και το Εργοστάσιο Εμφιάλωσης Πόσιμου Νερού, το 2002. Επι¬πλέον, το Οινοποιείο συνέβαλε και στη διαφύλαξη των παραδοσιακών μεθόδων παραγωγής των οινικών προϊόντων της Κύπρου.

Ένας τομέας, για τον οποίο ο Μητροπολίτης Νικηφόρος επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέ¬ρον είναι και η ενίσχυση του ιεραποστολικού έργου της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που τελείται εκτός Κύπρου. Εδώ και πολλά χρόνια παρέχει στα Ορθόδοξα Πα¬τριαρχεία της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και στα ιεραποστολικά κλιμάκια της Ασίας και της Αφρικής στήριξη και οικονομική αρω¬γή. Είναι αξιοσημείωτο ότι, με δική του παρότρυνση, Κυκκώτες μοναχοί, υπηρέτησαν σε διάφορους τομείς του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και ανήλθαν σε μητροπολιτικούς θρόνους, οι Ζιμπάμπουε και Αγκόλας Σεραφείμ, Καλής Ελπίδος Σέργιος, και Κυρήνης Αθανάσιος.

Επιπλέον, η φιλανθρωπική και κοινωνική του προσφορά εκτείνεται και σε άλ¬λες χώρες που έχουν ανάγκη βοήθειας. Χαρακτηριστική ήταν η ανταπόκρισή του στις μεγάλες διεθνείς κρίσεις, πολέμους και φυσικές καταστροφές. Το 1999 βοή¬θησε οικονομικά τους σεισμοπαθείς της Αθήνας, ενώ μερίμνησε για την απο¬στολή ανθρωπιστικής βοήθειας στους κατοίκους της Γεωργίας, της Σερβίας, της Σομαλίας, της Παλαιστίνης, του Ιράκ και, πιο πρόσφατα, στους πληγέντες από τα παλιρροϊκά κύματα του Ινδικού Ωκεανού.