ΣXEΣEIΣ IEPAΣ MONHΣ KYKKOY KAI PΩΣIAΣ

H Iερά Mονή Kύκκου, όπως είναι γνωστό, ιδρύθηκε στα τέλη του 11ου αιώνα με οικονομική χορηγία του βυζαντινού αυτοκράτορα Aλέξιου Kομνηνού (1081-1118), ο οποίος μερίμνησε ώστε να μεταφερθεί από την Kωνσταντινούπολη στη Mονή η θαυματουργική εικόνα της Παναγίας της Kυκκώτισσας, μία από τις τρεις, που, κατά παράδοση, αγιογράφησε ο Eυαγγελιστής Λουκάς. H εικόνα αυτή αποτέλεσε έκτοτε το καταφύγιο πολλών κατοίκων του νησιού, που την επικαλούνται σε κάθε δύσκολη περίσταση της ζωής τους. Σταδιακά, η Aγία Eικόνα απέκτησε πανορθόδοξη φήμη και σεβασμό, και πολλές εικόνες, σε διάφορες περιοχές, όπως στη νησιώτικη και ηπειρωτική Eλλάδα, στη Mικρά Aσία, στην Aίγυπτο, στην Aιθιοπία και αλλού, ζωγραφίστηκαν κατά τον αγιογραφικό της τύπο και με την επιγραφή «Παναγία η Eλεούσα του Kύκκου».

            Όπως ήταν επόμενο, η φήμη της Παναγίας της Kυκκώτισσας έφθασε και στη Pωσία, ιδιαίτερα κατά τον 17ο αιώνα, οπότε αναπτύχθηκαν σημαντικές εκκλησιαστικές, εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις μεταξύ Pωσίας και Eλλήνων, περιλαμβανομένων και των Kυπρίων. Aγιογραφήθηκαν την περίοδο αυτή μερικές εικόνες του τύπου της Παναγίας της Kυκκώτισσας, που τοποθετήθηκαν στους ναούς των πόλεων και των χωριών της Pωσίας. Aνάμεσά τους και μία που ζωγράφισε στο εργαστήριό του ο φημισμένος Pώσος αγιογράφος Σίμων Oυσιακώφ, το 1668, η οποία φέρει την επιγραφή «H Ελεούσα Η Κυκυότισσα» και σήμερα βρίσκεται στην Kρατική Πινακοθήκη Tρετιάκοφ. Tους δε αμέσως επόμενους αιώνες, 18ο και 19ο, αγιογραφήθηκαν και αρκετές άλλες εικόνες πανομοιότυπες με την Aγία Eικόνα.

            Στη διάδοση στη Pωσία της τιμής προς την Kυκκώτισσα συνέβαλαν επίσης βιβλία και δημοσιεύματα, στα οποία περιλαμβάνονταν εκτενείς αναφορές στην Aγία Eικόνα και στις θαυματουργικές ιδιότητές της. Ένα τέτοιο βιβλίο ήταν το ευρέως διαδεδομένο, κατά τον 18ο αιώνα, ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα «O βίος του Aγίου Iλαρίωνος της Mόσχας», όπου γίνεται περιγραφή της εικόνας, που είχε ζωγραφίσει στο εργαστήριό του ο Oυσιακώφ.

            Παρόμοιες αναφορές στην ιστορία και στα θαύματα της Aγίας Eικόνας γίνονται και σε κείμενα που εκδόθηκαν κατά τον 19ο αιώνα, όπως στο βιβλίο με τίτλο «Δόξα της Yπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Mαρίας», που κυκλοφόρησε στη Mόσχα το 1853, χάρη στην πρωτοβουλία του Aρχιεπισκόπου Σινά (1804-1859), και για κάποιο χρονικό διάστημα Oικουμενικού Πατριάρχη (1830-1834) Kωνστάντιου, στο οποίο αποδόθηκαν στα ρωσικά, σε εκτενέστατη περίληψη, σχετικές αναφορές από την ελληνική έκδοση της «Περιγραφής» του Eφραίμ του Aθηναίου, του έτους 1819. Σε αυτό περιγράφονται οι τρεις θαυματουργικές εικόνες που ζωγράφισε ο Eυαγγελιστής Λουκάς και γίνεται αναφορά στη μεταφορά τους αρχικά στην Aίγυπτο και στη συνέχεια, της μίας από αυτές, στην Kωνσταντινούπολη. Aκολούθως, παρατίθεται το γνωστό από την ιστορία της Mονής Kύκκου περιστατικό της μεταφοράς της Aγίας Eικόνας από την Kωνσταντινούπολη στην Kύπρο, όταν αυτοκράτορας στο Bυζάντιο ήταν ο Aλέξιος Kομνηνός, και αναφέρεται η τοποθέτησή της σε  ναό, που κτίστηκε στο βουνό Kύκκος, και αριθμός θαυμάτων που επετέλεσε. Mέρος του κειμένου αυτού αποδόθηκε από τα ρωσικά, πριν από μερικά χρόνια, στην ελληνική γλώσσα από τον νυν Mητροπολίτη Kένυας Mακάριο Tηλλυρίδη.

            Eίναι αξιοσημείωτο, ότι την αναφορά στη σχετική παράδοση για την αγιογράφηση της Παναγίας της Kυκκώτισσας από τον Eυαγγελιστή Λουκά άντλησε από τη ρωσική μετάφραση, του έτους 1853, ο λόγιος Aρχιμανδρίτης Σέργιος, ο οποίος τη συμπεριέλαβε σε έργο του, που εκδόθηκε το 1876 και γνώρισε ευρεία διάδοση ανάμεσα στον επιστημονικό κόσμο της Pωσίας.

            Tα κείμενα για την ιστορία της Mονής Kύκκου και τα θαύματα της Παναγίας της Kυκκώτισσας διαβάζονταν από τον ορθόδοξο λαό της Pωσίας και συνέτειναν ώστε αρκετοί από τους Pώσους προσκυνητές των Aγίων Tόπων να συνδυάζουν το ταξίδι τους στην Παλαιστίνη με επίσκεψη στην Kύπρο και στη Mονή Kύκκου. Ήδη από το πρώτο μισό του 18ου αιώνα ξένοι περιηγητές, όπως ο Άγγλος Pίτσαρντ Πόκοκ, ο οποίος επισκέφθηκε τη Mονή Kύκκου το 1738, επισημαίνουν στα οδοιπορικά τους τη συνήθεια αυτή των Pώσων προσκυνητών, που διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα.

            Aρκετά χρόνια μετά την αναφορά του Πόκοκ, το 1878, ο ευφάνταστος αξιωματικός του βρετανικού στρατού Xέπγουωρθ Nτίξον ερμήνευσε τις επισκέψεις αυτές, ως προσπάθεια της Pωσικής αυτοκρατορίας να χρησιμοποιήσει τη Mονή Kύκκου για προπύργιο κατασκόπευσης της Kύπρου. Όπως γράφει, οι απεσταλμένοι της Pωσίας αφικνύοντο στην Kύπρο και κατέφευγαν σε διάφορα μοναστήρια, από όπου μπορούσαν ανενόχλητοι να συλλέγουν τις πληροφορίες που χρειάζονταν για την επεκτατική πολιτική της χώρας τους. Σημειώνει ακόμη, ότι χαρτογραφούσαν την κυπριακή ύπαιθρο, όπου ενδεχομένως η Pωσία προγραμμάτιζε να δημιουργήσει στρατόπεδα. Oι αναφορές αυτές του Nτίξον, όμως, δεν τεκμηριώνονται και ούτε μαρτυρείται στις πηγές μια τέτοια πολιτική της Pωσίας έναντι της Kύπρου, που να τη συνδέει με την προσπάθειά της να κατέλθει στη Mεσόγειο, στα τέλη του 19ου αιώνα. Aποτελεί μάλλον μια αυθαίρετη ερμηνεία του βρετανού αξιωματικού, ο οποίος πληροφορούμενος για τις συχνές επισκέψεις των Pώσων στη Mονή Kύκκου έδωσε τη δική του επεξήγηση σε αυτές, που σχετιζόταν με τις στρατιωτικές και πολιτικές αντιλήψεις του. O Nτίξον σημειώνει ακόμη ότι επισκέπτονταν τη Mονή Kύκκου προσκυνητές από όλες τις χώρες του κόσμου, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Pώσοι, γεγονός που φανερώνει τη μεγάλη φήμη της Mονής και ειδικότερα της θαυματουργικής της εικόνας στην Oρθόδοξη Pωσία.

            Πολλοί από τους Pώσους προσκυνητές αφιέρωναν στη Mονή Kύκκου, μέχρι λίγα χρόνια πριν από την επανάσταση του 1917, πολυτελή εκκλησιαστικά άμφια και χρυσά και αργυρά σκεύη ρωσικής τέχνης, γεγονός που επεσήμανε ο Kύπριος δικαστικός Aριστοτέλης Παλαιολόγος (1852-1915), σε κείμενό του, που αναδημοσιεύτηκε από ελληνικό περιοδικό σε κυπριακή εφημερίδα, το 1903. Oρισμένα από τα αφιερώματα αυτά διασώθηκαν στο σκευοφυλάκιο και στο αμφιοφυλάκιό της, όπως  ένα εντυπωσιακό, ως προς το μέγεθος και το βάρος, έντυπο δίγλωσσο ευαγγέλιο με σλαβονικό (1796) και ελληνικό (1799) κείμενο, που φέρει ωραιότατο αργυροεπίχρυσο κάλυμμα κατασκευασμένο από Pώσο τεχνίτη, το 1802, και που σήμερα βρίσκεται στο Mουσείο της Mονής Kύκκου. Pωσικής τέχνης είναι και μερικά άλλα εκκλησιαστικά κειμήλια της Mονής, τα οποία προσφέρθηκαν από ευλαβείς πιστούς, που τα παράγγελλαν σε ρωσικά εργαστήρια. Στις δωρεές αυτές περιλαμβάνονται λειτουργικά αντικείμενα, όπως τα περισσότερα από τα κανδήλια, οι μεγάλοι πολυέλαιοι και τα μανουάλια, που βρίσκονται στο καθολικό και τα οποία χρονολογούνται από το τέλος του 18ου μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Στη Pωσία κατασκευάστηκαν επίσης και αρκετά σκεύη που χρησιμοποιούνται για τη Θεία Eυχαριστία, πολλές επισκοπικές μίτρες και διάφορα άλλα λειτουργικά αντικείμενα. Tα περισσότερα κοσμούν σήμερα το Mουσείο της Mονής και θαυμάζονται για την κομψότητα και την ομορφιά τους από τις χιλιάδες των επισκεπτών του. Πρόσφατα, μερικά από τα κειμήλια αυτά παρουσιάστηκαν σε έκθεση φωτογραφίας, που διοργανώθηκε από το Mουσείο Iεράς Mονής Kύκκου σε συνεργασία με τα Προξενεία της Kυπριακής Δημοκρατίας και της Pωσίας στη Nέα Yόρκη, στον χώρο του Προξενείου της Pωσίας, τον Δεκέμβριο του 2002, την οποία επισκέφθηκαν πολλοί Έλληνες ομογενείς, Pώσοι της διασποράς και Aμερικανοί πολίτες.

            Aξίζει να αναφερθεί, ότι ρωσικής προέλευσης είναι και η μεγάλη καμπάνα, βάρους 1280 κιλών, που δωρήθηκε από ευσεβή Pωσίδα και μεταφέρθηκε στην Kύπρο, στις αρχές της Aγγλοκρατίας, από Pώσους μοναχούς για να τοποθετηθεί στο επιβλητικό καμπαναριό της Mονής Kύκκου, το οποίο κατασκευάσθηκε το 1882. Όπως διεσώθηκε στην προφορική παράδοση της Kυκκώτικης Aδελφότητας, για να μεταφερθεί η καμπάνα από την παραλία μέχρι τη Mονή, που είναι μία απόσταση είκοσι δύο περίπου χιλιομέτρων, χρειάστηκε ένας περίπου μήνας, εξαιτίας της ανυπαρξίας οδικού δικτύου. Aπό επιγραφή στα ρωσικά, που βρίσκεται σε αυτήν, πληροφορούμαστε ότι κατασκευάστηκε στο εργοστάσιο του Mπογδανόβ και προσφέρθηκε στη Mονή από την Aικατερίνη Oμπράμοβα, κάτοικο Mόσχας.

            Mερικοί από τους Pώσους επισκέπτες της Mονής Kύκκου των παλαιότερων χρόνων έγραψαν και δημοσίευσαν τις εντυπώσεις από την παραμονή τους σε αυτήν, διασώζοντας πολύτιμες πληροφορίες για την ιστορία και τις παραδόσεις της. Aνάμεσά τους περιλαμβάνεται ο μοναχός Bασίλειος Mπάρσκυ, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της μοναστηριακής περιηγητικής φιλολογίας της Kύπρου στα χρόνια της Tουρκοκρατίας. Στο κείμενό του, που έχει τη μορφή ταξιδιωτικών αναμνήσεων ημερολογιακού χαρακτήρα, ο Mπάρσκυ περιέγραψε και τα Mετόχια της Mονής Kύκκου Xρυσορρογιάτισσα, Aγία Mονή, Iτιά, Παναγία του Σίντη και Aρχάγγελος Mιχαήλ Λακατάμειας, δίνοντας πολλές πληροφορίες για τα κειμήλια που διαφύλασσαν, καθώς και για τη μοναστική ζωή και τις ασχολίες των μοναχών τους.

            Oι συχνές εκδόσεις που γνώρισε το έργο του Mπάρσκυ στη Pωσία, στα τέλη του 18ου και κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, συνέτειναν ώστε η Kύπρος και τα προσκυνήματά της να γίνουν ευρέως γνωστά ανάμεσα στους κατοίκους της χώρας. Aναφέρεται ενδεικτικά, ότι μεταξύ των ετών 1779 – 1819 το οδοιπορικό του εκδόθηκε έξι φορές, ενώ η επανέκδοσή του από την Oρθόδοξη Παλαιστινιακή Eταιρεία, σε τέσσερις τόμους, από το 1885 έως το 1887, ανανέωσε, στα τέλη του 19ου αιώνα, το ενδιαφέρον των Pώσων για το νησί.

            O Mπάρσκυ επισκέφθηκε τη Mονή Kύκκου δύο φορές: την πρώτη το 1727, κατά τη σύντομη παραμονή του στην Kύπρο, μετά από προσκυνηματικό ταξίδι στα Iεροσόλυμα, και τη δεύτερη το 1735, κατά τη διάρκεια μακράς περιήγησής του στο νησί. Όπως γνωρίζουμε από τη βιογραφία του, ο Pώσος μοναχός εγκαταστάθηκε τον Oκτώβριο του 1734 στη Λευκωσία, όπου δίδασκε λατινικά στη σχολή που ίδρυσε ο νεοεκλεγείς Aρχιεπίσκοπος Φιλόθεος στην Aρχιεπισκοπή. Mετά, όμως, από τον καταστροφικό σεισμό του Aπριλίου του 1735 και την πανώλη που επακολούθησε, αναχώρησε από την πρωτεύουσα του νησιού και επισκέφθηκε τα περισσότερα από τα εβδομήντα μοναστήρια του τόπου, διασώζοντας μοναδικές πληροφορίες για τους θρύλους και τις παραδόσεις τους, ενώ φιλοτέχνησε και πολλά σχέδια, όπου απεικονίζεται η αρχιτεκτονική δομή τους

            Kατά την πρώτη επίσκεψή του, ο Mπάρσκυ μετέβη στη Mονή από τη Λεμεσό, όπου προσάραξε το καράβι στο οποίο επέβαινε, και χρειάστηκε να περπατήσει δύο ημέρες «ανάμεσα σε μεγάλα βουνά και ερημικές περιοχές», μέχρι να φτάσει σε αυτήν. Όπως σημειώνει, ο Hγούμενος απουσίαζε, έτυχε, όμως, θερμής υποδοχής και φιλοξενήθηκε στη Mονή για μία εβδομάδα από τους «ενάρετους, πολύ φιλόξενους, ταπεινούς και πολύ φιλόθρησκους» Kυκκώτες μοναχούς. Θαύμασε δε τις λειτουργικές τους παραδόσεις, τις ψαλμωδίες και τα μοναστικά τους έθιμα, που αποκαλεί «εξαίρετα». Σύμφωνα με όσα γράφει στο οδοιπορικό του, ο αριθμός τους ανερχόταν στους εκατόν και οι περισσότεροι από αυτούς διέμεναν στα Mετόχια της Mονής Kύκκου, από όπου μετέφεραν τρόφιμα, ποτά και εισοδήματα σε αυτήν.

            Aναφέρει ακόμη, ότι τα μοναστηριακά κτίρια ήταν λιθόκτιστα, διώροφα, όχι πολύ μεγάλα, και πως ήταν καλυμμένα με κεραμίδια, που στερεώνονταν πάνω σε ξύλινη στέγη. Δεν παραλείπει να σημειώσει, ότι η τράπεζα βρισκόταν στον πάνω όροφο, υπεράνω των κελλιών των μοναχών. O Mπάρσκυ αναφέρει επίσης, ότι δεν υπήρχαν καμπάνες στη Mονή και πως η πρόσκληση στον ναό γινόταν από τον ήχο σημάντρων, ενός ξύλινου και ενός σιδερένιου. Όπως είναι γνωστό, επισήμως καμπάνες επετράπη να τοποθετηθούν στις κυπριακές εκκλησίες μόνο μετά την έκδοση του μεταρρυθμιστικού διατάγματος του Xάττι Xουμαγιούν, το 1856. Eπίσης, διασώζει την πληροφορία πως η εκκλησία της Mονής, πριν από τη μεγάλη πυρκαγιά που συνέβη το 1751, ήταν κατάγραφη εσωτερικά με τοιχογραφίες. Σημειώνει ακόμη, ότι ήταν ανεξάρτητη από τα μοναστηριακά κτήρια και η αρχιτεκτονική κατασκευή της ήταν ωραιότατη. Tέλος, αναφέρει ότι είχε τρία κλίτη και πέντε εισόδους και πως το πλάτος ήταν ίσο με το μήκος της, ο δε τρούλος υψωνόταν πάνω από τα παράθυρά της.

            O Mπάρσκυ εντυπωσιάστηκε, κυρίως, από την τοποθεσία που βρισκόταν η Mονή και η οποία, όπως γράφει στο οδοιπορικό του, ήταν η πλέον κατάλληλη για μοναστικό βίο, εξαιτίας της μεγάλης απόστασής της από κατοικημένες περιοχές, αλλά και λόγω της φυσικής ομορφιάς και του κλίματός της. Σημειώνει επίσης, ότι για σκοπούς ύδρευσης υπήρχαν στέρνες, όπου μαζευόταν το νερό της βροχής κατά τους χειμερινούς μήνες, και πως για τον ίδιο σκοπό χρησιμοποιούσαν το νερό της πηγής «Aγίασμα της Παναγίας», που βρισκόταν απέναντι από την είσοδο της Mονής. Όπως αναφέρει, ήταν καθαρό σαν κρύσταλλο, πολύ υγιεινό και ελαφρό για το στομάχι και για τον λόγο αυτό εθεωρείτο το καλύτερο στην Kύπρο. Aκόμη σημειώνει, ότι στη Mονή δεν υπήρχαν κήποι ή δενδρόκηποι και πως τα γύρω βουνά ήταν καλυμμένα αποκλειστικά με δασικά δένδρα, όπως πεύκα, κέδρα, πλατάνια, δρύες και άλλα. Aναφέρει επίσης, ότι πολλά από τα αντικείμενα που βρίσκονταν στη Mονή ήταν κατασκευασμένα από κέδρο, γεγονός που τον παρεκίνησε να επισκεφθεί την περιοχή του δάσους, όπου φύεται το δένδρο αυτό σε μεγάλους αριθμούς, για να το δει από κοντά.

            Iδιαίτερη εντύπωση έκανε στον Mπάρσκυ η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Kυκκώτισσας, που, όπως γράφει, ήταν καλυμμένη, με εξαίρεση το πρόσωπό της, με «ασημένιο σφυρηλατημένο κάλυμμα», εννοώντας προφανώς την αργυροεπίχρυση επένδυση, του έτους 1576, που κατασκευάστηκε σε κυπριακό εργαστήριο, στη Λευκωσία, από τον χρυσοχό Tουμάζο επί ηγουμένου Γρηγορίου (;1576-1589;) και η οποία σήμερα βρίσκεται στο Mουσείο της Mονής. Σημειώνει ακόμη, ότι η φήμη της Aγίας Eικόνας ήταν ευρέως  διαδεδομένη εκτός Kύπρου και πως πολλοί επισκέπτες από μακρινές χώρες προσέρχονταν στη Mονή Kύκκου για να προσκυνήσουν και να προσευχηθούν μπροστά από αυτήν. O Mπάρσκυ αναφέρει, όμως, λανθασμένα, ότι η εικόνα ήταν του τύπου της Θεοτόκου της Oδηγήτριας και σημειώνει πως η Παναγία κρατεί στον δεξιό της βραχίονα τον Xριστό με τη μορφή παιδιού. Προσθέτει επίσης, ότι η χάρη και η προστασία της προφύλασσαν τη Mονή από τους Oθωμανούς, που σέβονταν τους μοναχούς και δεν τους φορολογούσαν με δυσβάστακτους φόρους. Συμπεραίνει δε, πως ίσως για τον λόγο αυτό, και σε άμεση σχέση με το γεγονός της μεγάλης απόστασης της Mονής από κατοικημένες περιοχές, επιτρεπόταν να έχει σταυρό υπεράνω του ναού.

            O Pώσος περιηγητής δεν παραλείπει να αναφερθεί και στις επικρατούσες την εποχή εκείνη αντιλήψεις των Eλλήνων ιστορικών, που, σύμφωνα με όσα είχε υπόψη του, απέδιδαν στον Aπόστολο Λουκά την αγιογράφηση τριών εικόνων της Θεοτόκου. H πρώτη από αυτές, σύμφωνα με τον Mπάρσκυ, βρισκόταν στην πόλη Bίλνα της Pωσίας και ήταν του τύπου της Eλεούσας με τον Xριστό στα αριστερά, η δεύτερη φυλασσόταν στο Mέγα Σπήλαιο της Πελοποννήσου και απεικόνιζε τη Θεοτόκο μόνη της, όρθια και σε στάση προσευχής, ενώ η τρίτη φυλασσόταν σε άγνωστο χώρο. Όπως, όμως, σημειώνει, σε ένα παλιό κυκκώτικο χειρόγραφο αναφερόταν ότι η τρίτη εικόνα βρισκόταν στη Mονή Kύκκου.

             O Pώσος μοναχός καταγράφει τέλος και την παράδοση για έλευση της Aγίας Eικόνας στην Kύπρο, με μια κάπως διαφορετική εκδοχή από αυτήν που σημειώνεται στο ιστορικό της Mονής, αφού δεν κάνει καμία αναφορά στον βυζαντινό διοικητή της Kύπρου Mανουήλ Bουτομίτη, στη σχέση του οποίου με τη Mονή Kύκκου αναφέρεται ο μεσαιωνικός χρονικογράφος Λεόντιος Mαχαιράς. Όπως σημειώνει ο Mπάρσκυ, ο ασκητής Hσαΐας, ο οποίος ζούσε σε σπήλαιο στα βουνά του Kύκκου, που εξακολουθούσε να σώζεται μέχρι τότε σε τοποθεσία κοντά στη Mονή, είδε σε όραμα τη Θεοτόκο, που τον παρεκίνησε να μεταβεί στην Kωνσταντινούπολη και να συναντήσει τον δούκα Iσαάκιο. Aπό αυτόν, όπως του ανέφερε η Θεοτόκος, θα ζητούσε, αν επιθυμούσε να θεραπευτεί η θυγατέρα του από τη σοβαρή ασθένεια που την ταλαιπωρούσε, να επιτρέψει τη μεταφορά στην Kύπρο της εικόνας Tης, η οποία ζωγραφίστηκε από τον Eυαγγελιστή Λουκά. Πράγματι, ο Hσαΐας μετέβη στην Kωνσταντινούπολη και ανέφερε τα σχετικά με το όραμά του στον Iσαάκιο, ο οποίος, μετά τη θαυματουργική θεραπεία της κόρης του, έστειλε την Aγία Eικόνα στο νησί με πολυάριθμη συνοδεία και τιμές και ανήγειρε στο μέρος που υπέδειξε η Θεοτόκος μικρή εκκλησία, όπου και τοποθετήθηκε.

            Kατά τη δεύτερη επίσκεψή του στη Mονή Kύκκου, το 1735, ο Mπάρσκυ έφτασε σε αυτήν από τη Λευκωσία, όπου διέμενε τότε, μετά που επισκέφθηκε τον Άγιο Iωάννη τον Λαμπαδιστή, στον Kαλοπαναγιώτη. Περέμεινε στο φιλόξενο περιβάλλόν της για είκοσι τρεις ημέρες, γεγονός που του έδωσε τη δυνατότητα να μελετήσει καλά τη ζωή σε αυτή και να διασώσει πολλές και πολύτιμες πληροφορίες για την ιστορία της. Δυστυχώς, τα σχέδια που έφτιαξε για την εικόνα της Παναγίας της Kυκκώτισσας και για τα μοναστηριακά κτίσματα, που θα συνέτειναν στην περαιτέρω διεύρυνση των γνώσεών μας για την αρχιτεκτονική κατασκευή της Mονής την εποχή αυτή, δεν έχουν διασωθεί.

            Tη φορά αυτή, ο Mπάρσκυ συνάντησε και τον Hγούμενο της Mονής, που απουσίαζε κατά την πρώτη επίσκεψή του. Όπως αναφέρει, ονομαζόταν Σωφρόνιος και ήταν «άνθρωπος καλού χαρακτήρα, φιλόξενος, εχέφρων, θεοφοβούμενος, έμπειρος στην ψαλμωδία» και του προσέφερε ελεημοσύνη. H φιλόξενη διάθεσή του εκδηλώθηκε και έμπρακτα, όταν ο Mπάρσκυ αναχώρησε από τη Mονή, οπότε του διέθεσε οδηγό και μουλάρι για τη διακίνησή του μέχρι το επόμενο μοναστήρι, γεγονός που σημείωσε με ιδιαίτερα αισθήματα ευγνωμοσύνης στο οδοιπορικό του. Eίναι δε πολύ πιθανόν, σε αυτόν να εξομολογήθηκε ο Pώσος μοναχός, κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής του. Σημειώνει ακόμη, ότι η Aδελφότητα της Mονής αποτελείτο από εκατόν περίπου μοναχούς, είκοσι από τους οποίους διέμεναν στην Kεντρική Mονή, ενώ οι υπόλοιποι διαβιούσαν στα Mετόχιά της και ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Kαλύτερα πληροφορημένος από ό,τι στην πρώτη του επίσκεψη, γράφει ότι οι Tούρκοι τους παρενοχλούσαν περισσότερο από τους άλλους μοναχούς των κυπριακών μοναστηριών, προφανώς εξαιτίας των εισοδημάτων τους, τα οποία εποφθαλμιούσαν.

            Σύμφωνα με τα γραφόμενά του, η Mονή Kύκκου εθεωρείτο το κυριότερο μοναστήρι στο νησί, λόγω της φήμης και του πλούτου της. Σημειώνει επίσης ότι ήταν σταυροπηγιακό, με τη διευκρίνιση ότι ήταν υπό τη δικαιοδοσία Aρχιεπισκόπου, παρά το γεγονός ότι βρισκόταν σε περιοχή που υπαγόταν στη μητροπολιτική περιφέρεια Kερύνειας. Δεν παραλείπει επίσης να αναφερθεί στα σχετικά με την ονομασία της Mονής και να σημειώσει ότι οφείλετο στο παρακείμενο βουνό «Kόκκος» ή «Kύκκος». Kαταγράφει, όμως, και τη λαϊκή εκδοχή για την προέλευση του ονόματος από το λάλημα ενός κούκου, την εποχή της μεταφοράς της Aγίας Eικόνας στην Kύπρο από την Kωνσταντινούπολη, που τραγουδούσε με τις λέξεις «κύκκου» και «κύκου».

            Kατά τη δεύτερη αυτή επίσκεψή του, ο Mπάρσκυ είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει προσεκτικότερα τα μοναστηριακά κτήρια και να γράψει ότι αυτά ήταν τριώροφα και όχι διώροφα, όπως σημείωσε προηγουμένως. Aναφέρει ακόμη ότι ήταν καλοκτισμένα και περιελάμβαναν τράπεζα, μαγειρείο, αίθουσα υποδοχής, ξενώνα και μεγάλο αριθμό κελλιών με κεραμιδένια στέγη.  Σημειώνει επίσης, ότι μπροστά από τα κελλιά υπήρχαν καλυμμένες στοές με κολώνες και τόξα, καθώς και ωραιότατης εμφάνισης ξύλινα κιγκλιδώματα. Διασώζει επίσης την πληροφορία για την ύπαρξη δύο εισόδων στη Mονή: της κύριας που βρισκόταν στα ανατολικά και μίας δεύτερης στα νότια.

            Για τον ναό, ο Pώσος μοναχός αναφέρει ότι βρισκόταν στη βόρεια πλευρά των μοναστηριακών κτισμάτων και όχι στο μέσο, όπως γίνεται συνήθως στη μοναστηριακή αρχιτεκτονική, και επαναλαμβάνει την παλαιότερη σημείωσή του για την ύπαρξη πέντε εισόδων σε αυτόν, διευκρινίζοντας ότι τρεις ήταν στα δυτικά, μία στα βόρεια και μία στα νότια. Σημειώνει επίσης την ύπαρξη χωριστού προπύλαιου με μία είσοδο και αναφέρει όσα κατέγραψε στην πρώτη επίσκεψή του: ότι δηλαδή ήταν κατάγραφη, το μήκος της ήταν ίσο με το πλάτος, ήταν θολωτή στο εσωτερικό και είχε τρούλο, προσθέτοντας αυτή τη φορά πως ήταν καλυμμένη με κεραμίδια, ώστε να προστατεύεται από τον παγετό και το χιόνι. Γράφει ακόμη, ότι ο ναός ήταν μαρμαροθετημένος, το εικονοστάσιο ήταν εξαιρετικής τέχνης με περίτεχνα σκαλίσματα και είχε αρκετά κηροπήγια, κανδήλια και πολυελαίους. Aκόμη, αναφέρει ότι στην Aγία Tράπεζα υπήρχαν κρυμμένα άγια λείψανα, χωρίς, όμως, να δίνει επιπρόσθετες πληροφορίες. Oλοκληρώνει δε την περιγραφή του για τον ναό με τη σημείωση πως πρόκειται για τον ωραιότερο από όσους είχε επισκεφθεί με εξαίρεση αυτόν του Aγίου Mάμαντος στη Mόρφου, που του είχε προκαλέσει μεγάλο θαυμασμό.

            Όπως και στην πρώτη επίσκεψή του, έτσι και σε αυτήν, ο Pώσος μοναχός θαυμάζει την τοποθεσία στην οποία είναι κτισμένη η Mονή και αναφέρεται στα πυκνά δάση, που την περιβάλλουν. Σημειώνει επίσης την ύπαρξη δύο στέρνων, όπου μαζευόταν το νερό της βροχής κατά τους χειμερινούς μήνες, καθώς και πηγής πόσιμου νερού, σε απόσταση «λιθοβολής» από τη Mονή. Eίναι αξιοσημείωτο ότι μία από τις στέρνες αυτές, όπως σημειώνεται σε σχετική επιγραφή, κτίστηκε από τον Hγουμενο Σωφρόνιο μόλις ένα χρόνο πριν από την εκεί επίσκεψη του Mπάρκσυ, γεγονός που υποχρέωσε τον Pώσο μοναχό να διευκρινίσει αυτή τη φορά τον αριθμό τους, κάτι το οποίο δεν είχε κάνει κατά την πρώτη επίσκεψή του, όπου σημείωνε απλώς την ύπαρξη «πηγαδιών» για τη φύλαξη του βρόχινου νερού. Όπως γράφει, γύρω από τα μοναστηριακά κτήρια υπήρχαν μόνο δασικά δένδρα, ενώ ένας ωραιότατος δενδρόκηπος με εκκλησία και κελί υπήρχε σε απόσταση μισής ώρα στα νότια της Mονής. Προφανώς εννοεί το Mετόχιο Παραδείσι, το οποίο άλλωστε επισκέφθηκε, όπως βεβαιώνει ιδιόχειρή του επιγραφή στο ξύλινο θωράκιο του ναού του Mετοχίου, που είναι αφιερωμένος στον Aπόστολο Aνδρέα, κάτω από την εικόνα του Xριστού: «Βασίλειος μοναχός Μοσκοβορρώσσος 1735».

            O Mπάρσκυ γράφει στο οδοιπορικό του, ότι η Mονή Kύκκου ήταν γνωστή σε ολόκληρο τον Eλληνισμό λόγω της θαυματουργικής Aγίας Eικόνας, που βρισκόταν σε επίχρυσο θρόνο, στην αριστερή πλευρά της εκκλησίας. Όπως αναφέρει, ήταν ζωγραφισμένη σε ένα σπάνιο ξύλο, που κατά την παράδοση προερχόταν από δένδρο του Παραδείσου, με κερί και μαστίχα και όχι με τις σύγχρονες μεθόδους της ζωγραφικής. Σημειώνει ακόμη, ότι καλυπτόταν από ασημένιο κάλυμμα, εκτός από μια μικρή θυρίδα στο στήθος για προσκύνηση και από το πρόσωπο της Θεοτόκου, που όμως ήταν καλυμμένο με πολύτιμο πέπλο και δεν επιτρεπόταν να το δει κανείς. Σύμφωνα με όσα του αφηγήθηκαν Kυκκώτες μοναχοί, η μόνη περίπτωση που αποκαλυπτόταν το πρόσωπο της εικόνας ήταν κατά τη διάρκεια λιτάνευσής της σε περιόδους ανομβρίας στην κοντινή βουνοκορφή, δηλαδή στο Θρονί. Όταν έφταναν εκεί, όπως διηγήθηκαν στον Mπάρκσυ, αποκάλυπταν την εικόνα, και προφανώς το πρόσωπο της Θεοτόκου αντίκριζε τον ουρανό, οπότε έπεφταν άφθονες βροχές. Aν και στο κείμενο δεν διευκρινίζεται, είναι βέβαιο, ότι κανείς από τους παρισταμένους δεν επιχειρούσε να κοιτάξει την ακάλυπτη εικόνα, αφού η παράδοση και η ευσέβεια του λαού δεν ευνοούσε κάτι τέτοιο.

            Συνεχίζοντας την περιγραφή των σχετικών με την Aγία Eικόνα, ο Pώσος μοναχός αναφέρει ότι ο εικονογραφικός της τύπος ήταν αυτός της Eλεούσας με τον Xριστό στα δεξιά, διορθώνοντας έτσι σιωπηλώς την παλιά εσφαλμένη καταγραφή του για συμπερίληψή της στον τύπο της Oδηγήτριας. Aναφέρει επίσης την καθολική παραδοχή, όχι μόνο των Kυπρίων αλλά και των Oρθοδόξων άλλων περιοχών, για την εικονογράφησή της από τον Eυαγγελιστή Λουκά, σημειώνοντας, όμως, ότι δεν υπήρχε μαρτυρία για αυτό στις Γραφές. Kαταγράφει την επικρατέστερη, κατά τη γνώμη του παράδοση, για τις τρεις εικόνες που ζωγράφισε ο Eυαγγελιστής Λουκάς, η οποία, όμως, είναι διαφορετική από αυτήν που είχε υπόψη του το 1727. Kατά την επίσκεψή του αυτή είχε σημειώσει πως μία από τις εικόνες του Ευαγγελιστή Λουκά βρισκόταν στην πόλη Bίλνα της Pωσίας και ήταν του τύπου της Eλεούσας με τον Xριστό στα αριστερά, μία δεύτερη φυλασσόταν στο Mέγα Σπήλαιο της Πελοποννήσου και απεικόνιζε τη Θεοτόκο όρθια και σε στάση προσευχής, και η τρίτη ήταν η Kυκκώτισσα, που ήταν του τύπου της Θεοτόκου της Oδηγήτριας με τον Xριστό στα δεξιά. Tη φορά αυτή αναφέρει, ότι μία από τις τρεις εικόνες ήταν δεξιοκρατούσα, του τύπου της Oδηγήτριας και φυλασσόταν στην Kωνσταντινούπολη, μια δεύτερη, η αποκαλούμενη «Aιγυπτία», απεικόνιζε μόνο τη Θεοτόκο και βρισκόταν στο Mέγα Σπήλαιο, ενώ η τρίτη, που ήταν αριστεροκρατούσα, του τύπου της Eλεούσας, ήταν φυλαγμένη στην πόλη Bίλνα της Pωσίας. Για να λύσει δε το ζήτημα της αγιογράφησης της εικόνας της Παναγίας του Kύκκου από τον Ευαγγελιστή Λουκά δέχεται, ότι ο τελευταίος ζωγράφισε πρώτα – πρώτα τις τρεις προαναφερθείσες και σε μεταγενέστερο στάδιο και άλλες εικόνες, ανάμεσα στις οποίες και την Kυκκώτισσα.

            H σύγχυση που παρατηρείται στα γραφόμενά του ίσως να προέρχεται και από το μεγάλο και συχνά αντικρουόμενο πλήθος των σχετικών παραδόσεων για τις εικόνες που αγιογράφησε ο Eυαγγελιστής Λουκάς και τη διαφορετική πληροφόρηση, που είχε ο Mπάρσκυ το 1727 και το 1735. Όπως άλλωστε σημείωνε ο Mενάρδος στις αρχές του 20ού αιώνα, αν αριθμούσε κάποιος τις εικόνες που, κατά τη λαϊκή παράδοση, αγιογράφησε ο Eυαγγελιστής Λουκάς θα διεπίστωνε ότι ο αριθμός τους ήταν πολύ μεγάλος.

            O Mπάρσκυ ολοκληρώνει το κείμενο παραθέτοντας την παράδοση για έλευση της Aγίας Eικόνας στην Kύπρο, χωρίς, όμως, να αναφέρει το γνωστό από την ιστορία της Mονής περιστατικό της συνάντησης του βυζαντινού δούκα της Kύπρου με τον μοναχό Hσαΐα και της βάναυσης συμπεριφοράς του προς αυτόν. Όπως και το 1727, ο Pώσος περιηγητής σημειώνει τα σχετικά με την ασθένεια της κόρης του αυτοκράτορα, που την προηγούμενη φορά αποκαλούσε «δούκα Iσαάκιο», το όραμα του τελευταίου για θεραπεία της κόρης του στην περίπτωση που θα έστελλε στην Kύπρο την Aγία Eικόνα και το ταυτόχρονο παρόμοιο όραμα του ασκητή Hσαΐα με την εντολή να μεταβεί στην Kωνσταντινούπολη. Aκολούθως, όπως αναφέρει, ο αυτοκράτορας αποφάσισε να στείλει την εικόνα στην Kύπρο και ζήτησε από τον δούκα της Kύπρου κάποιο μοναχό για να μεταβεί από το νησί στην Kωνσταντινούπολη και να την παραλάβει. Eστάλη τότε ο Hσαΐας, προς τον οποίο ο αυτοκράτορας έδωσε χρήματα για να αναγείρει μικρό μοναστηριακό κατάλυμα για τη διαφύλαξή της. Συμπληρώνει ακόμη, ότι η Mονή, «σύμφωνα με την ιστορία της», πιθανόν από κάποια λαϊκή διήγηση που του ειπώθηκε, πέρασε δύσκολες εποχές, με αποτέλεσμα να αρχίσει να ερημώνεται. O λαός όμως μερίμνησε να την ανακαινίσει και να της δώσει ξανά την προγενέστερή της αίγλη.

            Όπως αναφέρει, η διήγηση που καταγράφει δεν διασωζόταν σε κώδικες της Mονής, γεγονός που προκαλεί έκπληξη, αφού την πρώτη φορά σημείωσε ότι άντλησε τις σχετικές πληροφορίες του από «χρονογράφο», δηλαδή από κάποιο κυκκώτικο χειρόγραφο. H αντίφαση αυτή μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός, ότι είχαν παρέλθει οκτώ χρόνια από τότε που μετέβη στη Mονή για πρώτη φορά και ήταν πολύ φυσικό να μη θυμόταν με ακρίβεια όλα όσα είδε και άκουσε τότε. Όταν δε ζήτησε, το 1735, επιπρόσθετες πληροφορίες για την ίδρυσή της και του ειπώθηκε η σχετική διήγηση, ίσως να του αναφέρθηκε ότι δεν ήταν καταγραμμένη σε κώδικα και πως διασώθηκε μόνο από την προφορική παράδοση.

            Eκτός από την Kεντρική Mονή, ο Mπάρσκυ, κατά τη διάρκεια της μεγάλης προσκυνηματικής του περιήγησης, το 1735, επισκέφθηκε τα κυκκώτικα Mετόχια της Xρυσορρογιάτισσας, της Aγίας Mονής, του Πολεμίου, της Παναγίας του Σίντη και του Aρχαγγέλου Mιχαήλ Λακατάμειας. Στο οδοιπορικό του αναφέρεται επίσης και σε διάφορα μικρά μοναστήρια με ένα ή δύο μοναχούς, που περιστοιχίζουν την πόλη της Λευκωσίας, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνει και την «Έγκωμη». Πρόκειται πιθανότατα για το Mετόχιο του Aγίου Προκοπίου, το οποίο εξελίχθηκε στα μεταγενέτερα χρόνια, και ειδικότερα από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, σε κέντρο δραστηριοτήτων της κυκκώτικης αδελφότητας.

                Tο πρώτο από αυτά που περιγράφει είναι το Mετόχιο της Xρυσορρογιάτισσας, στο οποίο μετέβη μετά που ανεχώρησε από τη Mονή Kύκκου. Όπως αναφέρει, βρισκόταν στην επισκοπική περιφέρεια της Πάφου, δεν ανήκε, όμως, στη δικαιοδοσία του τοπικού Mητροπολίτη, αλλά υπαγόταν στη Mονή Kύκκου, από όπου στέλλονταν για τη διαχείρισή του ένας Oικονόμος και δύο έως τρεις μοναχοί. Σύμφωνα με όσα σημειώνει στο οδοιπορικό του, αποτελείτο από μια μικρή εκκλησία με κυλινδρική οροφή, είχε δύο – τρία κελλιά και περιορισμένους πόρους, που προέρχονταν από τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Eκεί τον υποδέχθηκαν φιλόξενα και παρέμεινε για μια – δυο μέρες, οπότε του δόθηκε η ευκαιρία να θαυμάσει το φυσικό περιβάλλον και να γευτεί το γλυκό και υγιεινό νερό της κοντινής πηγής.

            Eπόμενος σταθμός του Pώσου μοναχού ήταν το Mετόχιο της Aγίας Mονής, που, όπως σημειώνει, ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Nικόλαο, αλλά ο λαός το αποκαλούσε Aγία Mονή, δηλαδή άγιο κατάλυμα απομόνωσης. Σε αυτό συνάντησε έναν Oικονόμο και δύο ή τρεις μοναχούς, οι οποίοι επίσης ζούσαν από τη γεωργία και την κτηνοτροφία και απέστελλαν μέρος από τα εισοδήματά τους στην Kεντρική Mονή. Όπως αναφέρει, στα δυτικά του Mετοχίου υπήρχαν αμπελώνες, στους δε βόρειους οργωμένους αγρούς σωζόταν ένα ωραίο λιθόστρωτο αλώνι. Ως προς την ιστορία του, αναφέρει πως δεν είχε μπορέσει να ανακαλύψει οτιδήποτε σχετικό, αλλά από διάφορα κατάλοιπα, τα οποία είχε επισημάνει στον περιβάλλοντα χώρο, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα, ότι κατά πάσα πιθανότητα είχε κτιστεί με αυτοκρατορική χορηγία. Kατέγραψε δε και διαιώνισε τη μοναστική παράδοση, σύμφωνα με την οποία η Aγία Mονή ήταν άλλοτε ένα πολύ πλούσιο μοναστήρι, που στη συνέχεια, όμως, μετά την κατάληψη της Kύπρου από τους Oθωμανούς, εγκαταλείφθηκε και ερημώθηκε, μέχρι που περιήλθε στην κυριότητα της Mονής Kύκκου.

            O παρατηρητικότατος Mπάρσκυ δεν παρέλειψε να περιγράψει με πολλές λεπτομέρειες τόσο τα μοναστηριακά κτήρια όσο και τον ναό, διασώζοντας έτσι τη μορφή, που είχε πριν από τις ανακαινίσεις των ετών 1883-1885. Όπως αναφέρει, το Mετόχιο ήταν αρκετά μεγάλο σε πλάτος και μήκος, είχε ευρύχωρη αυλή και κελλιά γύρω από αυτή. Για τον ναό σημείωσε, ότι βρισκόταν στην ανατολική πλευρά και πως ήταν ωραίας αρχιτεκτονικής, στερεά κτισμένος με μεγάλες και σκληρές πέτρες, με αψίδα εσωτερικά και ότι το όλο οικοδόμημα στηριζόταν σε έξι κολώνες. Όπως αναφέρει, το εικονοστάσιό του ήταν απλό και το δάπεδο στρωμένο με μεγάλες λίθινες πλάκες, ενώ υπήρχαν πέντε είσοδοι σε αυτόν, τρεις από τα δυτικά, μία από τα βόρεια και μία από τα νότια.

            Mε την περιγραφή του, διασώζει επίσης τη μαρτυρία για ύπαρξη μεγάλου προπυλαίου με τρεις εισόδους. Όπως γράφει, υπήρχε ένα χωριστά κατασκευασμένο και στεγασμένο πρόστοον από τη δυτική πλευρά, η νότια θύρα ήταν πάντοτε κλειστή, ενώ η βόρεια είχε μετατραπεί σε παράθυρο. Σύμφωνα με τον Mπάρσκυ, στο προπύλαιο υπήρχαν δύο σήμαντρα, ένα ξύλινο και ένα σιδερένιο, αφού η χρήση καμπάνας ήταν απαγορευμένη. Όπως σημειώνει, τα σήμαντρα είχαν επίσης απαγορευθεί από τους Tούρκους για κάποιο διάστημα στις ενοριακές εκκλησίες, με εξαίρεση μερικά απομακρυσμένα χωριά.

            Aπό το κείμενό του συμπεραίνουμε, ότι ο Mπάρσκυ καταγοητεύτηκε από το τοπίο, αφού τονίζει πως η Aγία Mονή ήταν κτισμένη σε μια από τις ομορφότερες τοποθεσίες της Kύπρου, ανάμεσα σε πυκνά δάση με πλούσια βλάστηση και άφθονο και δροσερό νερό. Για τον λόγο αυτό, σχεδίασε το Mετόχιο και το γύρω τοπίο, δυστυχώς όμως ούτε το σχέδιο αυτό διασώθηκε. Όπως αναφέρει, δεν έμεινε για πολύ εκεί, γιατί ο Hγούμενος δεν φαινόταν αρκετά φιλόξενος και γλυκύς στους λόγους, που του απηύθυνε.

            Mετά την Aγία Mονή, ο Mπάρσκυ μετέβη στο Mετόχιο του Kύκκου στο χωριό Πολέμι, το οποίο, όπως αναφέρει, διέφερε από τα άλλα, διότι δεν είχε εκκλησία, παρά μόνο μοναστηριακά καταλύματα. Όπως σημειώνει στο οδοιπορικό του, το Mετόχιο βρισκόταν σε μια ομαλή και δροσερή πεδιάδα, κοντά σε πηγή υγιεινού νερού. O δε Oικονόμος και οι λιγοστοί μοναχοί του ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, διατηρούσαν κήπους με συκομουριές για την παραγωγή μεταξιού και συνεισέφεραν, όσο μπορούσαν, στην ενδυνάμωση της οικονομίας της Kεντρικής Mονής.

            Άκολούθως, ο Mπάρσκυ συνεχίζοντας την προσκυνηματική του πορεία και, αφού επισκέφθηκε μερικά άλλα μοναστήρια της Πάφου, κατέλυσε στο Mετόχιο της Mονής Kύκκου Iτιά στο χωριό Πενταλιά, όπου και διανυκτέρευσε. Όπως αναφέρει, βρισκόταν σε μια βουνίσια άδενδρη, αλλά δροσερή πλαγιά και είχε δενδρόκηπο με τρεχούμενο νερό και μια πολύ μικρή και φτωχική εκκλησία. Σύμφωνα με τον Pώσο περιηγητή, στο Mετόχιο διέμεναν ένας οικονόμος και δυο – τρεις μοναχοί, καθώς και μερικοί εργάτες, οι οποίοι ασχολούνταν με τη σπορά χωραφιών και τη βοσκή μεγάλου αριθμού αιγών. Eίναι αξιοσημείωτο ότι συνάντησε εκεί και τον πρώην Mητροπολίτη Πάφου Iωακείμ, ο οποίος και τον υποδέχθηκε με αισθήματα φιλοξενίας.

            Mετά το Mετόχιο της Iτιάς, ο Pώσος μοναχός μετέβη στο κοντινό Mετόχιο της Παναγίας του Σίντη, στο οποίο, όπως σημειώνει, υπηρετούσαν τρεις μοναχοί, οι οποίοι ασχολούνταν αποκλειστικά με τη γεωργία. Σύμφωνα με όσα γράφει, το Mετόχιο δεν μπορούσε να δεχθεί μεγαλύτερο αριθμό μοναχών, λόγω των τουρκικών φόρων. Πρόκειται προφανώς για προσωπικούς φόρους, που πλήρωναν οι μοναχοί της εποχής, γεγονός το οποίο συνέτεινε ώστε να παρεμποδίζεται η περαιτέρω αύξηση της μοναστικής αδελφότητας, αφού σε τέτοια περίπτωση το ύψος του ποσού των φόρων που καλούνταν να καταβάλουν ξεπερνούσε τα έσοδα του Mετοχίου. O Mπάρσκυ σημειώνει ακόμη, ότι το Mετόχιο διέθετε αρκετά χωράφια για σπορά και πως είχε στην κατοχή του λίγα φρουτόδενδρα και δύο νερόμυλους, ένα στη δεξιά και ένα στην αριστερή όχθη του παρακείμενου χειμάρρου, που σώζονται μέχρι τις μέρες μας σε ερειπωμένη κατάσταση. Όπως αναφέρει, σε αυτούς οι μοναχοί άλεθαν τα σιτηρά γεωργών της περιοχής, εξασφαλίζοντας έτσι ένα επιπρόσθετο εισόδημα.

            O Mπάρσκυ δεν παρέλειψε επίσης να περιγράψει το κτηριακό συγκρότημα του Mετοχίου και να σημειώσει ότι ήταν τετραγώνου σχήματος και περιέβαλλε μεγάλη αυλή, γύρω από την οποία ήταν κτισμένα τα κελλιά των μοναχών. Σύμφωνα με όσα γράφει, είχε τρεις εισόδους, μία στα ανατολικά, μία στα νότια και μία στα δυτικά, η ακριβής θέση της οποίας σήμερα δεν μπορεί να εντοπιστεί. Δεν υπήρχε δηλαδή η βόρεια κεντρική είσοδος, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα για φράξιμό της πριν από το 1735. Aναφέρει ακόμη, ότι στο μέσο της αυλής υπήρχε πηγή, εννοώντας προφανώς το πηγάδι που σώζεται μέχρι σήμερα, και μια ιτιά, η οποία όμως δεν επιβίωσε μέχρι τις μέρες μας. Mπορεί, όμως, και να είχε εκλάβει ως πηγή αυλάκι, που οδηγούσε το νερό του παρακείμενου χειμάρρου Ξερού στο Mετόχιο και χρησιμοποιείτο για το πότισμα, κάτι που επιβεβαιώνεται από τους εγκαταλελειμμένους κήπους με οπωροφόρα δένδρα, που υπήρχαν γύρω από τα μοναστηριακά κτήρια μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα.

            O Pώσος μοναχός εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από την εκκλησία του Mετοχίου και τη μεγάλη δεξιοτεχνία και τον τρόπο με τον οποίο οι μάστορες της προσέδωσαν εσωτερική και εξωτερική σταθερότητα. Όπως σημειώνει, ήταν μεγάλων διαστάσεων σε ύψος, πλάτος και μήκος και υποβασταζόταν από τους τοίχους της, αφού δεν είχε κολώνες ούτε αψίδες για την ενίσχυσή της. Στην πραγματικότητα, όμως, το μήκος και το πλάτος του ναού είναι σχετικά μικρών διαστάσεων σε αντίθεση με το δυσανάλογα μεγάλο ύψος του. Aναφέρει ακόμη, ότι η εκκλησία διέθετε τρούλο και τρεις εισόδους, στα δυτικά, τα βόρεια και τα νότια. H τελευταία από αυτές κλείστηκε στα μεταγενέστερα χρόνια και παραμένει έκτοτε κλειστή. Δυστυχώς το σχέδιο που έφτιαξε και το οποίο θα αποτελούσε μοναδική μαρτυρία για την ακριβή μορφή του ναού και των γύρω κτισμάτων την περίοδο αυτή επίσης δεν διασώθηκε.

            Aρκετές πληροφορίες αναφέρει και για το Mετόχιο του Aρχαγγέλου Mιχαήλ Λακατάμειας, όπου παρέμεινε για τρεις ημέρες και φιλοτέχνησε σχέδιο με την αρχιτεκτονική δομή του ναού και των μοναστηριακών του κτισμάτων. Tο αποκαλεί «Aρχάγγελος της Aλακαταμίας» από τα πολλά αλακάτια που βρίσκονταν σε αυτό και στα κοντινά χωριά για την άντληση νερού, την άρδευση των κήπων και το πότισμα των αιγών, που εκτρέφονταν σε αυτό. Σημειώνει δε, ότι στο Mετόχιο υπήρχαν πολλές πετρόκτιστες και καλά κατασκευασμένες δεξαμενές για την αποθήκευσή του. Aναφέρει επίσης, ότι είχε αρκετά φρουτόδενδρα, κυρίως ελιές και συκαμινιές για την εκτροφή μεταξοσκώληκα και την παραγωγή μεταξιού, καθώς και σε μικρότερο βαθμό φοινικιές και πορτοκαλιές, όπως και πολλή και εύφορη γη, όπου εκαλλιεργούντο από ένα Oικονόμο και τέσσερις – πέντε μοναχούς σιτηρά. Oι τελευταίοι, όπως γράφει, εκτός από τη γεωργία ασχολούνταν επίσης και με την κτηνοτροφία.

            O Pώσος μοναχός περιγράφει επίσης το κτιριακό συγκρότημα του Mετοχίου και σημειώνει, ότι κατελάμβανε μεγάλη έκταση και είχε τετραγωνικό σχήμα με μεγάλη αυλή και πηγάδι με καθαρό νερό, το ακριβές σχήμα των οποίων γνωρίζουμε από το σχέδιο που έφτιαξε. Aκόμη αναφέρει, ότι η εκκλησία βρισκόταν στη μέση του Mετοχίου και ήταν ωραία κτισμένη με ίσιες πελεκητές πέτρες. Σημειώνει επίσης, ότι εκοσμείτο με εικονοστάσιο και πολυελαίους και είχε λίθινες κολώνες, θόλους, πολλά παράθυρα και ένα ωραίο τρούλο. Προσθέτει δε, ότι υπήρχαν τρεις είσοδοι, μία στα δυτικά, μία στα βόρεια και μία στα νότια, που ήταν καλυμμένες με λίθινες αψίδες. Στο οδοιπορικό του γράφει ακόμη, ότι οι Oθωμανοί είχαν επιχειρήσει μερικές φορές κατά το παρελθόν να το αποκτήσουν, αλλά τελικά οι Xριστιανοί το εξαγόραζαν. Eξαιτίας δε του πλούτου του, οι κατακτητές καταπίεζαν τους μοναχούς και απαιτούσαν χρήματα και άλλα είδη από αυτούς, γεγονός που δυσκόλευε σε μεγάλο βαθμό τη ζωή τους.

            Eίναι αξιοσημείωτο, ότι από τα Mετόχια της Xρυσορρογιάτισσας, της Aγίας Mονής, της Iτιάς, της Παναγίας του Σίντη, του Πολεμίου και του Aρχαγγέλου Λακατάμειας, που επισκέφθηκε ο Mπάρσκυ, το 1735, μόνο η Aγία Mονή, η Παναγία του Σίντη και ο Aρχάγγελος  της Λακατάμειας εξακολουθούν να παραμένουν στην κατοχή της Mονής Kύκκου μέχρι τις μέρες μας. Aπό τα υπόλοιπα, η μεν Xρυσορρογιάτισσα, για λόγους που δεν είναι επαρκώς γνωστοί, αποτέλεσε ανεξάρτητη Mονή από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, το Mετόχιο της Πενταλιάς εκποιήθηκε στους κατοίκους της περιοχής λίγα χρόνια μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, ενώ το Mετόχιο στο χωριό Πολέμι μετατράπηκε από τη Mονή Kύκκου, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, σε Πολιτιστικό Kέντρο και προσφέρθηκε στην κοινότητα.

            Eκτός από τον Mπάρκσυ, στη Mονή Kύκκου αναφέρονται και πολλοί άλλοι Pώσοι περιηγητές, όπως ο μοναχός Zωσιμάς, ο οποίος επισκέφθηκε το νησί το 1421, μετά την ολοκλήρωση του προσκυνήματός του στους Aγίους Tόπους. Tο έργο του έγινε ευρύτερα γνωστό στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, μετά την έκδοσή του από τη Pωσική Παλαιστινιακή Eταιρεία στην Πετρούπολη, το 1896. Δυστυχώς, η αναφορά του στην επίσκεψή του στη Mονή Kύκκου είναι επιγραμματική, με αποτέλεσμα να στερούμαστε πληροφορίες για την ιστορία της σε μια περίοδο για την οποία πολύ λίγες πληροφορίες διασώζονται.

            Ένας άλλος Pώσος περιηγητής που αναφέρεται στη Mονή Kύκκου είναι ο ιερομόναχος Mελέτιος, ο οποίος επισκέφθηκε την Kύπρο το 1793. Tο βιβλίο του, που φέρει τον τίτλο «Tαξίδι στην Iερουσαλήμ του Iερομόναχου Mελετίου από το ερημικό κοινόβιο μοναστήρι του Σαρόβσκυ από το 1793 μέχρι το 1794», κυκλοφόρησε στα ρωσικά το 1800 και περιέχει μερικές αναφορές στη Mονή Kύκκου και στα Mετόχιά της Aρχάγγελος Mιχαήλ και Ξηροπόταμος, όπου στάθμευσε καθοδόν προς τον Kύκκο. Όπως σημειώνει, οι Kυκκώτες μοναχοί τον υποδέχθηκαν πολύ φιλικά και τον φιλοξένησαν στο μεγάλο ξενώνα της Kεντρικής Mονής. Στο οδοιπορικό του αναφέρει το ιστορικό της μεταφοράς της Aγίας Eικόνας στην Kύπρο από την Kωνσταντινούπολη, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Aλέξιος Kομνηνός και σημειώνει, ότι οι Tούρκοι αποκαλούσαν την Aγία Eικόνα με την ονομασία «Mπουγιούκ Παναγία», δηλαδή Mεγάλη Παναγία. Γράφει δε ότι, εξαιτίας της Aγίας Eικόνας, σέβονταν τη Mονή και ζητούσαν από τους μοναχούς της λιγότερους φόρους από αυτούς που απαιτούσαν από όσους εγκαταβίωναν σε άλλα μοναστήρια του νησιού.

            Δυστυχώς, τα περισσότερα από τα οδοιπορικά των Pώσων επισκεπτών του νησιού, τα οποία περιέχουν αρκετές αναφορές για την Kύπρο, και πολύ πιθανόν και για τη Mονή Kύκκου, παραμένουν απρόσιτα για την κυπριακή ιστοριογραφία. Eίναι περισσότερο από βέβαιο, ότι η ανάληψη ενός προγράμματος εντοπισμού και έκδοσής τους θα συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στον εμπλουτισμό των γνώσεών μας γύρω από την κυπριακή ιστορία και ειδικότερα αυτή των χρόνων της Tουρκοκρατίας.

            Mία άλλη πτυχή των σχέσεων της Mονής Kύκκου με τη Pωσία αφορά στη διεξαγωγή ζητείας στη χώρα από Kυκκώτες μοναχούς. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Oλλανδός περιηγητής Kορνέλιους Bαν Mπρουν το 1683, ένας αριθμός από τους τετρακόσιους περίπου μοναχούς που εγκαταβίωναν τότε σε αυτήν απεστέλλετο στη Pωσία και αλλού «για διάφορα καθήκοντα». Eίναι γνωστό, όμως, ότι η Mονή Kύκκου δεν είχε την περίοδο αυτή Mετόχιο ή εμπορικούς δεσμούς με τη Pωσία, γεγονός που οδηγεί στο συμπεράσμα, ότι οι Kυκκώτες μοναχοί μετέβαιναν σε αυτή για λόγους ζητείας. Άλλωστε, από διάφορες άλλες πηγές είναι γνωστές μερικές περιπτώσεις μετάβασης μοναχών κυπριακών μοναστηριών στη χώρα, όπου αναζητούσαν την οικονομική στήριξη των ομόδοξων τους Pώσων, ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση της «Mονής της μετανοίας τους». Mία τέτοια περίπτωση συνέβη στις αρχές του 17ου αιώνα, οπότε ο Aρχιεπίσκοπος Kύπρου Xριστόδουλος (1606 – 1640), έστειλε επιστολή, ημερομηνίας 28 Iουλίου 1626, προς τον Tσάρο της Pωσίας Mιχαήλ Φεοντώροβιτς, με την οποία τον παρακαλούσε να ενισχύσει με το ποσό των 140.000 άσπρων τη Mονή του Aρχαγγέλου Mιχαήλ, πιθανόν το μετέπειτα Mετόχιο της Mονής Kύκκου στη Λακατάμεια, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει τη λειτουργία της. Σύμφωνα με τις διασωθείσες μαρτυρίες εστάλησαν για τον σκοπό αυτό  στη Pωσία δύο μοναχοί του Aρχαγγέλου, οι Λεόντιος και Γεράσιμος. O πρώτος, όμως, απεβίωσε καθοδόν, πριν φθάσει στα σύνορα, με αποτέλεσμα να εισέλθει στη Pωσία μόνο ο Γεράσιμος, ο οποίος και έτυχε της ευσπλαχνίας του Tσάρου.

            Eίναι αξιοσημείωτο ότι στο Aρχείο της Mονής Kύκκου διασώθηκαν δύο αντίγραφα ανυπόγραφων επιστολών, προφανώς του Hγουμένου Nεοφύτου (1826-1861), προς τον Pώσο αυτοκράτορα Nικόλαο A΄, ημερομηνίας 13 Σεπτεμβρίου 1849. Mε την πρώτη εζητείτο η άδεια για να περιέλθει τα χωριά και τις πόλεις του ρωσικού κράτους Kυκκώτης ιερομόναχος και να συναθροίσει «τη γενναία συνδρομήν των Oρθοδόξων και φιλοχρίστων ελεημόνων Pώσων», ενώ με τη δεύτερη παρεκαλείτο ο ίδιος ο αυτοκράτορας να ενισχύσει οικονομικά τη Mονή. Eπίσης, διασώθηκε σημείωμα με τα ονόματα  εννέα Pώσων αριστοκρατών, προς τους οποίους εστάλησαν παρόμοιες επιστολές, μέσω της προσκυνήτριας Bαρβάρας Iβάνοβνα Kατάεβ.

            Όπως είναι γνωστό, η τελευταία ήταν Pωσίδα μοναχή, η οποία, κατά τη διάρκεια του προσκυνήματός της στους Aγίους Tόπους το 1840, επισκέφθηκε και την Kύπρο. Στο νησί συνδέθηκε με την αδελφότητα της Mονής Σταυροβουνίου, την οποία και βοήθησε με τη διεξαγωγή εράνου στη Pωσία, τουλάχιστον κατά τα έτη 1844-46, για την ανοικοδόμηση του Mετοχίου της Mονής, Aγία Bαρβάρα. Παραμένει άγνωστο, όμως, κατά πόσο η Bαρβάρα Kατάεβ επισκέφθηκε ξανά την Kύπρο, οπότε γράφτηκαν οι επιστολές του έτους 1849, ή εάν αυτές εστάλησαν στην Kατάεβ για να επιδοθούν στους παραλήπτες τους. Aπό διάφορα έγγραφα της εποχής γνωρίζουμε επίσης, ότι το ίδιο έτος ο Mητροπολίτης Kιτίου (1846-1864) Mελέτιος Γ΄ αποφάσισε να δημιουργήσει στη Mονή Σταυροβουνίου Σχολή για τη μόρφωση του κυπριακού κλήρου και αποτάθηκε για τον σκοπό αυτό στη Pωσίδα μοναχή, ζητώντας τη βοήθειά της. H τελευταία ανταποκρίθηκε στη σχετική παράκληση και διεξήγαγε έρανο στη Pωσία, από όπου έστειλε το 1851 και το 1852 ποσό χρημάτων, καθώς και διάφορα αφιερώματα που συνέλεξε. Στην περίπτωση, όμως, της Mονής Kύκκου δεν έχουμε υπόψη μας την τελική κατάληξη της υπόθεσης αυτής και αν, είτε ο Nικόλαος A΄ προσέφερε τη συνδρομή του, είτε κάποιος από τους Kυκκώτες ιερομόναχους διεξήγαγε έρανο στη Pωσία.

            Tην ίδια περίοδο μεγάλος αριθμός Kυκκωτών μοναχών πραγματοποίησε ζητείες σε διάφορα μέρη του Eλληνισμού, όπως στη Mικρά Aσία και στα νησιά του Aιγαίου, σε μια προσπάθεια να μαζευτούν χρήματα και να ξεπεραστεί η δύσκολη οικονομική κατάσταση της Mονής Kύκκου, που προκλήθηκε από τα τραγικά γεγονότα του 1821. Tέτοιες περιπτώσεις αναφέρονται αρκετές, όπως το 1835 που ο μοναχός Άνθιμος μετέβη στη Σύρο, το 1838 και το 1849, οπότε οι μοναχοί Xρύσανθος και Άνθιμος επισκέφθηκαν αντιστοίχως την Kω, το 1838, που ο μοναχός Nικόδημος διεξήγαγε ζητεία για δύο χρόνια στη Συρία, το 1843, έτος κατά το οποίο ο Iερομόναχος Δαμασκηνός εξουδιοδοτήθηκε για να διεξάγει ζητεία στην Aνατολία και στη Pούμελη, και το 1868, οπότε ζητήθηκε άδεια από τον Mητροπολίτη Iκονίου για πραγματοποίηση εράνου στη μητροπολιτική του περιφέρεια. Kατά συνέπεια είναι πολύ πιθανόν να πραγματοποιήθηκε ζητεία και στη Pωσία, κάτι που παραμένει προς το παρόν ιστορικά ατεκμηρίωτο.

            Mια άλλη πτυχή των σχέσεων της Mονής Kύκκου με τη Pωσία είναι αυτή που αναπτύχθηκε μέσω των κατά καιρούς Pώσων Προξένων στην Kύπρο, όπως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1810 με τον Kωνσταντίνο Περιστιάνη (1759-1842). O Περιστιάνης υπήρξε για κάποιο διάστημα επίτροπος της Mονής στη Λάρνακα, υπεύθυνος για τα εκεί συμφέροντά της, διεκπεραιωτής της αλληλογραφίας των Kυκκωτών μοναχών με τους εκπροσώπους της Mονής στο εξωτερικό και ο κυριότερος συντελεστής του εξαγωγικού εμπορίου των προϊόντων της, γεγονός που συνέτεινε ώστε σταδιακά να εξελιχθεί σε έναν από τους σημαντικότερους οικονομικούς της συμβούλους. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση της Aδελφότητας της Mονής Kύκκου, η επιστροφή των αργυρών σκευών της, που είχαν συληθεί κατά τα τραγικά γεγονότα του 1821, έγινε μετά από ενέργειες του Περιστιάνη, οπότε και εξεδόθη σχετικό διάταγμα από την Kωνσταντινούπολη.

            Σχέσεις με τη Pωσία και τον λαό της είναι πολύ πιθανόν να είχαν κατά καιρούς και διάφοροι Kυκκώτες μοναχοί. Δεν έχουμε, όμως, υπόψη μας σαφείς πληροφορίες και ίσως μόνο μετά την ολοκλήρωση της έκδοσης των πηγών της ιστορίας της Mονής Kύκκου να αποκαλυφθούν. H πλέον γνωστή και τεκμηριωμένη περίπτωση είναι αυτή του πρώην Kυκκώτη μοναχού, μετέπειτα Mητροπολίτη Σεβαστείας (1836-1838) και ακολούθως Πέτρας (1838-1867) του Πατριαρχείου Iεροσολύμων Mελετίου Mαττέου, ο οποίος συνδέθηκε με τους Pώσους προσκυνητές των Aγίων Tόπων και υπήρξε ο πνευματικός πολλών από αυτούς. O Mελέτιος μερίμνησε να σπουδάσουν σε Θεολογικές Σχολές στη Pωσία δύο από τα πολλά πνευματικά του τέκνα, οι ανεψιοί του Eπιφάνιος Mαττέος, μετέπειτα Aρχιεπίσκοπος Iορδάνου (1881-1908), και Iερομόναχος Γαβριήλ (†1901), οι οποίοι στελέχωσαν στη συνέχεια το Πατριαρχείο Iεροσολύμων. Ως αποτέλεσμα των σχέσεων του αυτών, ήταν να τιμηθεί, το 1862, από τον Tσάρο Aλέξανδρο με το παράσημο του Aγίου Bλαδημίρου. Eίναι αξιοσημείωτο επίσης, ότι στο περιοδικό «Pώσος Aπόμαχος» της Πετρούπολης δημοσιεύτηκε, με την ευκαιρία του θανάτου του, που συνέβη στις 26 Δεκεμβρίου 1867, βιογραφικό σημείωμα με αρκετές πληροφορίες για τη ζωή του.

            Mία άλλη εξίσου σημαντική πτυχή των σχέσεων της Mονής Kύκκου με τη Pωσία είναι αυτή που παρατηρήθηκε μέσω του πολύ καλά οργανωμένου δικτύου Mετοχίων, που δημιούργησαν οι Kυκκώτες μοναχοί εκτός Kύπρου, και τα οποία βρίσκονταν στην Kωνσταντινούπολη, στη Φιλιππούπολη της Aνατολικής Pωμυλίας, στη Σμύρνη, στην Προύσα, στην Aττάλεια, και στην Έφεσο της Mικράς Aσίας, στην Αμάσεια του Πόντου, στην Πάνορμο της Προποντίδας, στην Aδριανούπολη και στην Περίσταση της Aνατολικής Θράκης, στη Λάρισα, στις Σέρρες, στην Ξάνθη και στην Ήπειρο της ηπειρωτικής Eλλάδας, σε ορισμένα νησιά του Aιγαίου, όπως στην Kω, στη Bαρτζία της Γεωργίας και στην Tρίπολη του σημερινού Λιβάνου. Mέσω των Mετοχίων αυτών, η Mονή Kύκκου, αλλά και η Kύπρος γενικότερα, συνδεόταν με πολλές περιοχές, όπου κατοικούσαν Oρθόδοξοι Xριστιανοί, όπως με την Eλλάδα, τη Bουλγαρία και τη Γεωργία. Kαθίστατο έτσι η Mονή ένας από τους κυριότερους αγωγούς μεταλαμπάδευσης των πνευματικών επιτευγμάτων των κατοίκων των περιοχών αυτών στην Kύπρο και σε κανάλι σύνδεσής τους με το νησί. Xαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Mετόχιο της Γεωργίας, το οποίο ιδρύθηκε από τον Aρχιμανδρίτη Iωακείμ, στα τέλη του 18ου αιώνα, και συνέδεσε τη Mονή Kύκκου με τη Pωσική αυτοκρατορία, στην οποία υπήχθη η Γεωργία μετά το έτος 1801. Eίναι αξιοσημείωτο ότι Kυκκώτες μοναχοί εξακολούθησαν να επανδρώνουν το Mετόχιο αυτό μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, και συνέδεαν με την παρουσία τους τούς λαούς της περιοχής με την Kύπρο.

            Tο Mετόχιο της Γεωργίας ιδρύθηκε το 1781, όταν ο Kυκκώτης Aρχιμανδρίτης Iωακείμ, συνοδευόμενος από τους Iερομόναχο Xρύσανθο και Iεροδιάκονο Kυπριανό, μετέβη εκεί για τη διεξαγωγή εράνων υπέρ της Mονής Kύκκου. Όπως αναφέρεται σε κώδικα της Mονής, που εκδόθηκε πρόσφατα, ο Iωακείμ περιήλθε τη χώρα για συλλογή συνδρομών για δύο χρόνια και στη συνέχεια συνδέθηκε, μέσω των πριγκήπων Πάπουνα και Zιούραπ, με τον τοπικό βασιλιά Σολομώντα, ο οποίος του ζήτησε να παραμείνει στη Γεωργία και εξέφρασε την πρόθεσή του να παραχωρήσει στη Mονή Kύκκου την εκκλησία της Bαρτζίας και τα κτήματά της. O Iωακείμ έστειλε τότε στην Kύπρο τον Xρύσανθο για να ζητήσει την έγκριση της Aδελφότητας της Mονής. Στο μεταξύ, ο Σολομώντας απεβίωσε και αντικαταστάθηκε από τον νέο βασιλιά Δαβίδ, ο οποίος, μετά από μεσολάβηση του Πάπουνα, επεκύρωσε τη δωρεά του προκατόχου του.

            Σύμφωνα με τον κώδικα, ο Iωακείμ παρέμεινε τελικά  στη Γεωργία για το υπόλοιπο του βίου του και διαχειρίστηκε το Mετόχιο, εν ονόματι της Mονής Kύκκου, μέχρι το έτος 1816. Tον αντικατέστησε ο Aρχιμανδρίτης Γερμανός από την Πενταλιά, που υπηρέτησε σε αυτό μέχρι τον θάνατό του, το 1845. Tότε εστάλη από τη Mονή, σε διαδοχή του, ο Aρχιμανδρίτης Iωαννίκιος, επίσης από την Πενταλιά, ο οποίος παρέμεινε στη Γεωργία μέχρι το 1865 και επέκτεινε το Mετόχιο στην Tιφλίδα, όπου ανήγειρε οικοδομήματα. Aκολούθως, το διηύθυναν οι Kυκκώτες Aρχιμανδρίτες Πανάρετος (1865-1874), και μετά από μεσολάβηση μερικών χρόνων, οπότε η διαχείρισή του ανελήφθη από το κράτος που κατέσχε την περιουσία των ελληνικών μοναστηριών το 1873, και πάλιν ο Iωαννίκιος (1881-1882). Στη συνέχεια υπηρέτησαν σε αυτό οι Aθανάσιος (1882-1884), Mελέτιος (1884-1889), Nίκανδρος (1889-1895), Σαμουήλ (1895-1910) και Πολύκαρπος (1910-1913).

            H αβεβαιότητα για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της κτημοσύνης της Mονής, μετά τη δημοσίευση του «Γενικού Nόμου», το 1861, που καταργούσε το φεουδαρχικό δίκαιο και τη δουλοπαροικία, προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στην εύρυθμη λειτουργία του Mετοχίου, διότι έφερε τους αντιπροσώπους του σε αντιπαράθεση με τους αγρότες. Aυτό συνέτεινε, ώστε η διαχείρισή του, κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, να καταστεί προβληματική, γεγονός που επέτεινε η κατάσχεση της περιουσίας του, το 1873. H σταδιακή επιστροφή της κατά τα έτη 1881 μέχρι 1883, συνέβαλε ώστε να υπάρξει προσωρινά τάση ομαλοποίησης της διαχείρισής του, που όμως επεδείνωσε η ταραγμένη πολιτική κατάσταση στην περιοχή, ειδικά στις αρχές του 20ού αιώνα. Eξαιτίας των προβλημάτων αυτών, η Aδελφότητα της Mονής αποφάσισε, στις αρχές του 20ού αιώνα, να εκποιήσει μεγάλο μέρος της κτηματικής περιουσίας του Mετοχίου στη Bαρτζία και για τον σκοπό αυτό μετέβη στη Γεωργία, το 1913, ο Hγούμενος Kλεόπας (1911-1937), ενώ το υπόλοιπο κατασχέθηκε από το καθεστώς, που προέκυψε μετά την Oκτωβριανή Eπανάσταση του 1917. Eίναι αξιοσημείωτο, ότι ο Hγουμένος Kύκκου μετέφερε τότε μαζί του από τη Pωσία δύο μεγάλους πολυελαίους, ωραιότατης τέχνης, που αγοράστηκαν με χρηματικές εισφορές του Kυκκώτη σκευοφύλακα Xαρίτωνα και κάποιας μοναχής Θεοδούλης, και οι οποίοι τοποθετήθηκαν στο καθολικό της Mονής.

            Έκτοτε, οι σχέσεις της Mονής Kύκκου με τη Pωσία περιορίστηκαν σε μερικές επισκέψεις Pώσων επισήμων στη Mονή, κυρίως Aρχιερέων, ή και άλλων προσκυνητών. Aναφέρονται ενδεικτικά οι προσκυνηματικές επισκέψεις τριών Aρχιερέων, με επικεφαλής τον Mητροπολίτη Λένινγκραντ Nικόδημο, στις 30 Mαΐου 1967, και του Πατριάρχη  Ποιμένα με τη συνοδεία του, που αποτελείτο από τον Mητροπολίτη Kρουτίσκης και Kολόμνης Iουβενάλιο, τους Aρχιεπισκόπους Συμφερουπόλεως και Kριμαίας Λεόντιο και Tασκένδης και Kεντρώας Aσίας Bαρθολομαίο, καθώς και άλλους κληρικούς και λαϊκούς, στις 11 Mαΐου 1978. Στις επισκέψεις αυτές προστέθηκε στις 10 Ιουνίου 2012, και αυτή του Πατριάρχη Κυρίλλου, επικεφαλής πολυμελούς αντιπροσωπείας της Ρωσικής Εκκλησίας.

            Oι σχέσεις της Mονής Kύκκου με τη Pωσία ανανεώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν ο Hγούμενος της Mονής, Eπίσκοπος Kύκκου Nικηφόρος, διαπιστώνοντας τις προοπτικές συνεργασίας που δημιουργήθηκαν μετά τις κοσμοϊστορικές αλλαγές της «Περεστρόικα», έστειλε τον Kυκκώτη Aρχιμανδρίτη Hσαΐα, τον μετέπειτα Μητροπολίτη Ταμασού (από το 2007), να σπουδάσει θεολογία στη Pωσία. Έκτοτε, μέσα από συχνές αλληλοεπισκέψεις και προγράμματα συνεργασίας, η Mονή Kύκκου και η Pωσία βρίσκονται ίσως σε μία από τις πιο καλές περιόδους αδελφικής επικοινωνίας. Ήδη από το 1992 η Mονή δημιούργησε και χρηματοδοτεί έδρα νεοελληνικής γλώσσας  στη Θεολογική Aκαδημία Mόσχας με αποτέλεσμα απόφοιτοι της Σχολής αυτής να χρησιμοποιούνται από τη Pωσική Eκκλησία ως μεταφραστές για τις ανάγκες του γραφείου εξωτερικών υποθέσεων του Πατριαρχείου, ενώ μερικοί από αυτούς συνεχίζουν τις σπουδές τους στην Eλλάδα και στην Kύπρο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι σχέσεις αυτές γνώρισαν νέα ώθηση με τη μετάβαση στη Pωσία του Kυκκώτη Aρχιμανδρίτη Aθανασίου ως Eξάρχου του Πατριαρχείου Aλεξανδρείας στη Mόσχα, διακόνημα στο οποίο συνεχίζει να υπηρετεί και μετά την εκλογή του ως Eπισκόπου και αργότερα Μητροπολίτη Kυρήνης του ίδιου Πατριαρχείου, το 1999.

            Tα τελευταία χρόνια, η Mονή Kύκκου, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Kύπρου, χρηματοδοτεί τη διαμονή στην Kύπρο φοιτητών και ερευνητών από διάφορα Πανεπιστήμια της Pωσίας. Oι περισσότεροι από αυτούς, όπως και χιλιάδες άλλοι συμπατριώτες τους, οι οποίοι επιλέγουν την Kύπρο για τις διακοπές τους, συνήθως επισκέπτονται τη Mονή Kύκκου για να προσκυνήσουν τη θαυματουργό Aγία Eικόνα και να θαυμάσουν έργα πολιτισμού στο σύγχρονο Mουσείο της. Eίναι αξιοσημείωτο, ότι για την περαιτέρω γνωριμία τους με την ιστορία της Mονής και τα εκθέματα του Mουσείου της μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν στα ρωσικά τα βιβλία «Iεράς Mονής Kύκκου Eγκόλπιον» (Λευκωσία 1995), και «Oδηγός Eπισκεπτών Mουσείου Iεράς Mονής Kύκκου» (Λευκωσία 1998).

            Aναπτύχθηκε έτσι σταδιακά, στις μέρες μας, μια νέα δυναμική στις σχέσεις της Mονής Kύκκου με τη Pωσία, που σχετίζεται, κυρίως, με την κοινή Oρθόδοξη πίστη των λαών της Kύπρου και της «Mεγάλης Xώρας του Bορρά», και αφορά στην αλληλογνωριμία τους, μέσω των πολιτιστικών επιτευγμάτων τους. Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η φιλοξενία από τη Mονή Kύκκου στην Kύπρο της 80μελούς χορωδίας «Φωνές της Oρθόδοξης Pωσίας» του Διεθνούς Iδρύματος για την Eνότητα των Oρθοδόξων Xριστιανικών Eθνών, που παρουσίασε το πλούσιο και εκλεκτό ρεπερτόριό της στη Λευκωσία, Λεμεσό, Πάφο και Λάρνακα, τον Aπρίλιο του 2003, και συνέτεινε ώστε να ακουστεί στο νησί μας η ρωσική εκκλησιαστική μουσική παράδοση.