Βιογραφία του τέως Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου Α’.

Α. Μ. ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Νέας Ἰουστινιανῆς καὶ πάσης Κύπρου κ. Χρυσόστομος Α

Α. Μ. ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Νέας Ἰουστινιανῆς καὶ πάσης Κύπρου κ. Χρυσόστομος Α

Στην ιστορία πέρασε ο Αρχιεπίσκοπος τέως Κύπρου Χρυσόστο¬μος Α’. Ο μακαρι¬στός εκοιμήθη την παραμονή την Χριστουγέννων σε ηλικία 80 ετών, μετά από πολυετή ασθέ-νεια. Σημειώνουμε ότι ο Αρχιε¬πίσκοπος τέως Κύπρου από το 2002, μετά από ένα ατύχημα, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήμα¬τα υγείας, τα οποία δεν του επέ¬τρεπαν να ασκήσει κανονικά τα καθήκοντά του. Τη μεγαλύτερη περίοδο της ασθενειάς του τη διήγε σε ειδικά διαμορφωμένο διαμέρισμα της Αρχιεπισκοπής, όπου παρέμεινε μέχρι την τε¬λευταία του στιγμή.
Τον Οκτώβριο του 2005 η Ιερά Σύνοδος της Κυπριακής Εκκλη¬σίας ζήτησε τη μεσολάβηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου για να προχωρήσει στη διαδικασία διαδοχής του. Για τον σκοπό αυτό συνεκλήθη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο Διευρυμένη Σύνοδος στο Σαμπεζί της Ελβετίας το Μάιο του 2006, η οποία κήρυξε τον αρχιεπισκο¬πικό θρόνο σε χηρεία ανοίγοντας τον δρόμο για την εκλογή νέου Αρχιεπισκόπου.

O Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομος Α’ γεννήθηκε στο χωριό Στατός της Επαρχίας Πάφου στις 27 Σεπτεμβρίου 1927. Το κοσμικό του όνομα ήταν Χρι¬στόφορος. Όταν τελείωσε το Δη¬μοτικό Σχολείο του χωριού του, έγινε δεκτός ως δόκιμος στην Ιερά Μονή Κύκκου (1940). Στα έξι χρόνια, κατά τα οποία υπηρέ¬τησε ως δόκιμος, παρακολούθησε μαθήματα γυμνασιακού κύκλου στη Σχολή, την οποία η Ιερά Μονή Κυκκου συντηρούσε τότε για τους δοκίμους της. Ακολού¬θως (1946) στάληκε ως υπότρο¬φος της Μονής στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, στη Λευκωσία, για να συμπληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές. Από το Γυμνάσιο αποφοίτησε το 1950 και στις 18 Φεβρουαρίου 1951 χειροτονή¬θηκε Διάκονος από τον αείμνη¬στο Αρχιεπίσκοπο και Εθνάρχη Μακάριο Γ’ και μετονομάστηκε σε Χρυσόστομο. Τον επόμενο χρόνο (1952) με υποτροφία της Ιεράς Μονής πήγε στην Αθήνα και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ’ όπου και πήρε τα πτυχία της Φιλοσοφικής και της Θεολογικής Σχολής.

Μετά τη συμπλήρωση των πανεπιστημιακών σπουδών του (1952- 1961) επέστρεψε στην Κύπρο και στις 29 Οκτωβρίου 1961 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και προχειρίσθηκε εις Αρχιμανδρίτη από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’. Στα χρόνια από το 1961 μέχρι το 1966 εργάστηκε ως Καθηγητής στο Γυμνάσιο Αρρένων Κύκκου και στην Ιερατική Σχολή «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ». Το 1966 πήγε στην Αγγλία για ευρύτερες σπουδές και για εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας.
Στις 28 Μαρτίου 1968, και ύστερα από πρόταση του Αρχι¬επισκόπου Μακαρίου Γ’, η Ιερά Συνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου τον εξέλεξε ομόφωνα Χωρεπίσκοπο της Ιεράς Αρχιε-πισκοπής Κύπρου με τον τίτλο του Επισκόπου της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Επισκοπής Κωνσταντίας. Η χειροτονία του εις Επίσκοπο έγινε στις 14 Απριλίου 1968. Στις 28 Ιουλίου 1973 εξελέγη Μητροπολίτης Πάφου.

Μετά τον θάνατο του αείμνη¬στου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ (3 Αυγούστου 1977) ανέλαβε, σύμφωνα με το Καταστατικό της Εκκλησίας της Κύπρου, την Τοποτηρητεία του Αρχιεπισκο¬πικού Θρόνου και διοργάνωσε απρόσκοπτα τη διεξαγωγή των εκλογών για την ανάδειξη των εκπροσώπων κλήρου και λαού, οι οποίοι θα λάμβαναν μέρος στην εκλογική Συνέλευση, που θα αναδείκνυε τον νέο Αρχιεπίσκο¬πο Κυπρου. Η Συνέλευση αυτή συνήλθε στις 12 Νοεμβρίου 1977 και «δια βοής», ήτοι ομόφωνα, τον εξέλεξε ως Αρχιεπίσκοπο Νεας Ιουστινιανής και πάσης Κυπρου. Η εγκαθίδρυσή του στον Αρχιε-πισκοπικό Θρόνο έγινε την επό¬μενη, 13η Νοεμβρίου 1977, ημέρα της ονομαστικής του εορτής.
Για το πλούσιο και μοναδικό εκκλησιαστικό, εθνικό, κοινωνι¬κό, πολιτιστικό, φιλανθρωπικό και άλλο έργο του, πολλοί ήταν εκείνοι -Πανεπιστήμια, πνευ¬ματικά Ιδρύματα, Οργανώσεις, Σύλλογοι κ.λπ.-, που ζήτησαν να τον τιμήσουν. Ο ίδιος, σεμνά και διακριτικά, αρνήθηκε τις εν λόγω προτάσεις που του έγιναν, τονί¬ζοντας πάντοτε ότι δεν αισθανό¬ταν ότι έπραξε κάτι το ιδιαίτερο, για το οποίο και θα έπρεπε να τιμηθεί. Τελικά, και ύστερα από φορτικές πιέσεις, αποδέχθηκε να τιμηθεί από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας μας, με την ευκαιρία της εικοσιπενταετηρίδας της Αρχιερατείας του (1993), και από τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, η οποία τον αναγόρευσε εις επίτιμο Διδάκτορά της (1998). Παρέλαβε, επίσης, ως μια συμβολική έκφραση των αδελφικών δεσμών της Κύ¬πρου με την πρωτεύουσα του Ελληνισμού και το χρυσό με¬τάλλιο της πόλης των Αθη¬νών, που του απένειμε σε μια σεμνή τελετή ο τότε Δήμαρχος Αθηναίων κ. Δημήτριος Αβραμόπουλος (1998). Τέλος, και μέσα στα πλαίσια της εορτής των Γραμμά¬των, αποδέχθηκε να γίνει και μια σεμνή τελετή προς τιμή του από το Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας (2002), στο οποίο και φοίτησε ως μαθητής.
Γενικά, ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος θα παραμείνει στη μνήμη του λαού και θα καταγραφεί στην Ιστορία της νή¬σου από τη μια μεριά ως ο ασυμβίβαστος Εθνάρχης και ο τίμι¬ος, γνήσιος, αγνός και ειλικρινής πατριώτης που πάλευε για τα δίκαια του λαού του, και από την άλλη ως ο Αρχιεπίσκοπος με τη μοναδική καταδεκτι¬κότητα, αγάπη, φιλανθρω¬πία, καλοσύνη και προ¬πάντων ανεξικακία προς όλους ανεξαίρετα.